γράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

γράφω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γράφω [1]

Προφορά

ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρά‐φふぁいωおめが

Ρήμα

γράφω, αόρ.: έγραψα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: γράφομαι, πぱい.αόρ.: γράφτηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: γραμμένος

  1. σχεδιάζω σύμβολα (γράμματα, αριθμούς) πάνω σしぐまεいぷしろん κάποια επιφάνεια
    Τたうιいおた γράφεις;
     συνώνυμα:: σημειώνω
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ επιφάνεια ή έντυπο) φέρω κείμενο
    τたうιいおた γράφει σήμερα ηいーた εφημερίδα;
  3. ετοιμάζω κかっぱαあるふぁιいおた στέλνω μみゅーιいおたαあるふぁ επιστολή
    Της έγραψε πολλές φορές αλλά δでるたεいぷしろんνにゅー απάντησε.
  4. δέχομαι κάποιον ως μέλος ή ως μαθητή
  5. ενεργώ ώστε κάποιος νにゅーαあるふぁ γίνει μέλος ενός οργανισμού ή μαθητής/σπουδαστής ενός εκαπιδευτικού ιδρύματος
    Τたうοおみくろんνにゅー έγραψε σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ ιδιωτική σχολή.
     συνώνυμα:: εγγράφω
  6. έχω σしぐまαあるふぁνにゅー επάγγελμα τたうηいーた σύνταξη βιβλίων
    Οおみくろん αδερφός τたうοおみくろんυうぷしろん κερδίζει τたうηいーた ζωή τたうοおみくろんυうぷしろん γράφοντας.
  7. χρεώνω κάποιον, συνήθως γがんまιいおたαあるふぁ κάποια παράβαση νόμου
    Τたうοおみくろんνにゅー έγραψαν γがんまιいおたαあるふぁ παράνομη στάθμευση.
  8. (προφορικό, οικείο ή αγενές) αγνοώ επιδεικτικά τたうηいーたνにゅー παράκληση ή τたうηいーた συμβουλή κάποιου
    τたうοおみくろんυうぷしろん ζήτησα μみゅーιいおたαあるふぁ χάρη, αλλά αυτός μみゅーεいぷしろん έγραψε κανονικά
  9. (προφορικό, οικείο) λέω κάτι πぱいοおみくろんλらむだυうぷしろん επιτυχημένο
    Τたうιいおた ωραία ιδέα ήταν αυτή πぱいοおみくろんυうぷしろん είχες! Έγραψες πάλι!
     συνώνυμα: ζωγραφίζω
  10. μεταβιβάζω μέσω διαθήκης, κληρονομώ

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
γがんまρろーαあるふぁφふぁい- 

σύνθετα τたうοおみくろんυうぷしろん ρήματος → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた λέξη -γραφώ

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γράφω   γράφομαι 
Παρατατικός  ἔγραφον   ἐγραφόμην 
Μέλλοντας  γράψω   γράψομαι κかっぱαあるふぁιいおた γραφήσομαι 
Αόριστος  ἔγραψα   γραψάμην κかっぱαあるふぁιいおた ἐγράφθην κかっぱαあるふぁιいおた ἐγράφην 
Παρακείμενος  γέγραφα κかっぱαあるふぁιいおた γεγράφηκα   γέγραμμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγεγράφειν κかっぱαあるふぁιいおた γεγραφώς ἦνにゅー   ἐγεγράμμην κかっぱαあるふぁιいおた γεγραμμένος ἦνにゅー 
Συντελ.Μέλλ.  γεγράψομαι κかっぱαあるふぁιいおた ἐγγεγραμμένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ- (χαράσσω)

Ρήμα

γράφω

  1. ξύνω, χαράζω ελαφρά
  2. ζωγραφίζω
  3. γράφω, αναπαριστώ γράμματα
  4. καταγράφω
  5. προτείνω νόμο

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)


Πηγές

  1. γράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας