γράφω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γράφω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γράφω [1]
Προφορά
Δ Φ Α : /ˈɣɾa.fo/- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρά‐
φ ω
Ρήμα
γράφω, αόρ.: έγραψα,
- σχεδιάζω σύμβολα (γράμματα, αριθμούς) πάνω
σ ε κάποια επιφάνεια - (
γ ι α επιφάνεια ή έντυπο) φέρω κείμενο- ↪
τ ι γράφει σήμεραη εφημερίδα;
- ↪
- ετοιμάζω
κ α ι στέλνωμ ι α επιστολή- ↪Της έγραψε πολλές φορές αλλά
δ ε ν απάντησε.
- ↪Της έγραψε πολλές φορές αλλά
- δέχομαι κάποιον ως μέλος ή ως μαθητή
- ενεργώ ώστε κάποιος
ν α γίνει μέλος ενός οργανισμού ή μαθητής/σπουδαστής ενός εκαπιδευτικού ιδρύματος - έχω
σ α ν επάγγελματ η σύνταξη βιβλίων- ↪
Ο αδερφόςτ ο υ κερδίζειτ η ζωήτ ο υ γράφοντας.
- ↪
- χρεώνω κάποιον, συνήθως
γ ι α κάποια παράβαση νόμουΤ ο ν έγραψανγ ι α παράνομη στάθμευση.
- (προφορικό, οικείο ή αγενές) αγνοώ επιδεικτικά
τ η ν παράκληση ήτ η συμβουλή κάποιου- ↪
τ ο υ ζήτησαμ ι α χάρη, αλλά αυτόςμ ε έγραψε κανονικά
- ↪
- (προφορικό, οικείο) λέω κάτι
π ο λ υ επιτυχημένο - μεταβιβάζω μέσω διαθήκης, κληρονομώ
Εκφράσεις
- γράφω
σ τ α παλιάμ ο υ τ α παπούτσια: αγνοώ
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γ ρ α φ -
- γραφο- Νεοελληνικές λέξεις
μ ε πρόθημαγ ρ α φ ο -σ τ ο Βικιλεξικό - -γράφημα Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γράφημασ τ ο Βικιλεξικό - -γράφηση Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γράφησημασ τ ο Βικιλεξικό - -γραφία Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γραφίασ τ ο Βικιλεξικό - -γράφος Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γράφοςσ τ ο Βικιλεξικό - -γραφος Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γραφοςσ τ ο Βικιλεξικό - -γραφώ Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -γραφώσ τ ο Βικιλεξικό
σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
γράφω | έγραφα | γράφοντας | ||||
γράφεις | έγραφες | γράφε | ||||
γράφει | έγραφε | |||||
γράφουμε | γράφαμε | |||||
γράφετε | γράφατε | γράφετε | ||||
γράφουν( |
έγραφαν γράφαν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
έγραψα | γράψει | |||||
έγραψες | γράψε | |||||
έγραψε | ||||||
γράψαμε | ||||||
γράψατε | γράψτε - γράφτε | |||||
έγραψαν γράψαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω γράψει | είχα γράψει | |||||
έχεις γράψει | είχες γράψει | έχε γραμμένο | ||||
έχει γράψει | είχε γράψει | |||||
έχουμε γράψει | είχαμε γράψει | |||||
έχετε γράψει | είχατε γράψει | έχετε γραμμένο | ||||
έχουν γράψει | είχαν γράψει | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | ||||||
Υποτακτική |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
γράφομαι | γραφόμουν( |
γραφόμενος | ||||
γράφεσαι | γραφόσουν( |
|||||
γράφεται | γραφόταν( |
|||||
γραφόμαστε | γραφόμαστε γραφόμασταν |
|||||
γράφεστε | γραφόσαστε γραφόσασταν |
(γράφεστε) | ||||
γράφονται | γράφονταν γραφόντουσαν |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
γράφτηκα | γραφτεί | |||||
γράφτηκες | γράψου | |||||
γράφτηκε | ||||||
γραφτήκαμε | ||||||
γραφτήκατε | γραφτείτε | |||||
γράφτηκαν γραφτήκαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
έχω γραφτεί | είχα γραφτεί | γραμμένος | ||||
έχεις γραφτεί | είχες γραφτεί | |||||
έχει γραφτεί | είχε γραφτεί | |||||
έχουμε γραφτεί | είχαμε γραφτεί | |||||
έχετε γραφτεί | είχατε γραφτεί | |||||
έχουν γραφτεί | είχαν γραφτεί | |||||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γραμμένος - είμαστε, είστε, είναι γραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | ||||||
Υποτακτική |
Μεταφράσεις
απεικονίζω λέξεις ή σύμβολα μιας γλώσσας
|
εγγράφω
→ δείτε |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γράφω | γράφομαι |
Παρατατικός | ἔγραφον | ἐγραφόμην |
Μέλλοντας | γράψω | γράψομαι |
Αόριστος | ἔγραψα | γραψάμην |
Παρακείμενος | γέγραφα |
γέγραμμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐγεγράφειν |
ἐγεγράμμην |
Συντελ.Μέλλ. | γεγράψομαι |
Ετυμολογία
- γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ- (χαράσσω)
Ρήμα
γράφω
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- γράφω - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - γράφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
- ↑ γράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)