γυμνός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | της | |||||
αιτιατική | ||||||
κλητική | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
αιτιατική | τους | τις | ||||
κλητική | ||||||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή → δείτε γυμνός
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ʝiˈmnos/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
γ υ ‐μνός
Επίθετο
[επεξεργασία]γυμνός, -ή, -ό
π ο υ τ ο σώμα ή μέροςτ ο υ δ ε ν τ ο καλύπτουν ρούχαπ ο υ δ ε φορά αρκετά ρούχα ή έχει ντυθεί προκλητικά- ό,
τ ι περιλαμβάνει ή προβάλλει ένα σώμα χωρίς ρούχα- ↪ γυμνή φωτογραφία
π ο υ παρουσιάζεται όπως πραγματικά είναι, χωρίς στολίδια- ↪
η γυμνή αλήθεια
- ↪
- (μεταφορικά)
π ο υ δ ε διαθέτειτ α εξωτερικά χαρακτηριστικάπ ο υ συμβολίζουντ η ν κοινωνικήτ ο υ θέση- ↪ αισθανόταν γυμνός χωρίς χρήματα
- (μεταφορικά) ακάλυπτος
- ↪ γυμνός τοίχος
- (μεταφορικά) ανεπαρκής
- ↪
Η πρότασήτ ο υ είναι γυμνή από ρεαλισμό.
- ↪
- (μεταφορικά,
γ ι α τ α μάτια) χωρίς οπτικό βοήθημα- ↪
Τ α μικρόβιαδ ε ν μπορούμεν α τ α δούμεμ ε γυμνό μάτι. - ↪
Δ ε ν πρέπειν α κοιτάμετ ο ν ήλιομ ε γυμνό μάτι.
- ↪
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
γ υ μ ν -
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά:
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυμνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἡ | ||||
γενική | ||||||
δοτική | ||||||
αιτιατική | ||||||
κλητική ὦ! | ||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | ||||||
γενική | ||||||
δοτική | ||||||
αιτιατική | ||||||
κλητική ὦ! | ||||||
δυϊκός | ||||||
|
||||||
2 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυμνός < *gʷomnós < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)
Επίθετο
[επεξεργασία]γυμνός, -ή, -όν
- γυμνός
- ※ 5ος/4ος
π κ ε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 155 (155-156)- ὁ
γ ῶν Μενέλαοςτ ᾶς Ἑλέναςτ ὰμ ᾶλάπ α |γ υ μ ν ᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽,ο ἰῶ,τ ὸ ξίφος.- Όμοια
τ ο ᾽παθε κάποτεο Μενέλας.Σ α χίμηξεν α σφάξειτ η ν Ελένη |κ ι αντίκρισετ ᾽ αφράτα της κυδώνια γυμνά, πέταξε πέρατ ο σπαθίτ ο υ ! - Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- Όμοια
- ὁ
- ※ 4ος/5ος
κ ε αιώνας Παλλαδάςσ τ η ν ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο , επίγραμμα 58 ΠαλλαδάΓ ῆς ἐπέβηνγ υ μ ν ὸςγ υ μ ν ὸςθ ’ ὑπ ὸγ α ῖα ν ἄπειμι·κ α ὶτ ὶ μάτηνμ ο χ θ ῶγ υ μ ν ὸν ὁρ ῶν τ ὸ τέλος;
- ※ 5ος/4ος
- άοπλος, ανυπεράσπιστος, εκτεθειμένος
- ↪
γ υ μ ν ὰτ ὰν ῶτ α παρέχειν
- ↪
ο ελαφρά οπλισμένος ήο άοπλος (αντώνυμο: ὁπλιτοδρόμος,ο δρομέαςμ ε πλήρη στρατιωτική εξάρτηση)- ακάλυπτος, αποκαλυμμένος
- ↪ γυμνόν τόξον (εκείνο
π ο υ τραβάει καποιος έξω απότ η φαρέτραγ ι α ν α τ ο χρησιμοποιήσει) - ↪ γυμναί μάχαιραι, γυμνόν ξίφος,
γ υ μ ν ῇτ ῇ κεφαλῇ - → δείτε
κ α ι τ η λέξη γυμνά
- ↪ γυμνόν τόξον (εκείνο
- (μεταφορικά) δίχως κάτι,
π ο υ τ ο υ έχει αφαιρεθεί κάτι σημαντικό, απογυμνωμένος- ↪
κ ᾶπος [δένδρων] γυμνός (Κήπος χωρίς δέντρα) (Πίνδαρος) - ↪ ἡ ψυχὴ γυμνή
τ ο ῦ σώματος (Πλάτων)
- ↪
- ελεύθερος
- ↪ γυμνοί ἵπποι (άλογα χωρίς λουρί)
- χωρίς περιστροφές, χωρίς περιττά στολίδια
- ↪
γ υ μ ν ῶν τ ῶν πραγμάτων θεωρουμένων
- ↪
- σπανός ή χωρίς γένεια
Παράγωγα
[επεξεργασία]τ ὰ γυμνά:
Εκφράσεις
[επεξεργασία]γ υ μ ν ῷ φυλακὴν ἐπιτάττεις: ζητάςτ ο αδύνατο,τ ο υ ζητάς κάτιπ ο υ δ ε ν μπορείν α κάνει (ο άοπλοςδ ε ν μπορείν α φυλάξει)- γυμνότερος λεβηρίδος: χωρίς ούτε φύλλο συκής (χωρις ούτε
κ α ν τ ο διαφανές πετσίτ ο υ φιδιού ήτ η μεμβράνηπ ο υ περιβάλλειτ ο έμβρυο) γ υ μ ν ὸς ὡς ἐκ μήτρας: όπωςτ ο ν γέννησεη μάνατ ο υ γ υ μ ν ῇτ ῇ κεφαλῇ: ξυπόλητοςσ τ αγκάθια ή βγάζει γλώσσα ή χώνεται, φυτρωνει εκείπ ο υ δ ε ν τ ο ν σπέρνουν, ίσως γενικάγ ι α ασέβεια
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
γ υ μ ν -
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά:
Πηγές
[επεξεργασία]- γυμνός - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - γυμνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καλός' (νέα ελληνικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα
μ ε κλίση όπωςτ ο 'καλός' (αρχαία ελληνικά) - Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καλός' (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ ο ν Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα (ελληνιστική κοινή) - Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)