γυμνός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーός ηいーた γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーή τたうοおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーού της γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーής τたうοおみくろんυうぷしろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーό τたうηいーた γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーή τたうοおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーό
     κλητική γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーέ γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーή γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοί οおみくろんιいおた γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーές τたうαあるふぁ γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーά
      γενική τたうωおめがνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーών τたうωおめがνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーών τたうωおめがνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーών
    αιτιατική τους γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーούς τις γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーές τたうαあるふぁ γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーά
     κλητική γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοί γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーές γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή → δείτε γυμνός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ʝiˈmnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γがんまυうぷしろん‐μνός

Επίθετο

[επεξεργασία]

γυμνός, -ή, -ό

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん σώμα ή μέρος τたうοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろん καλύπτουν ρούχα
     συνώνυμα: τσίτσιδος
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろん φορά αρκετά ρούχα ή έχει ντυθεί προκλητικά
  3. ό,τたうιいおた περιλαμβάνει ή προβάλλει ένα σώμα χωρίς ρούχα
    γυμνή φωτογραφία
  4. πぱいοおみくろんυうぷしろん παρουσιάζεται όπως πραγματικά είναι, χωρίς στολίδια
    ηいーた γυμνή αλήθεια
  5. (μεταφορικά) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろん διαθέτει τたうαあるふぁ εξωτερικά χαρακτηριστικά πぱいοおみくろんυうぷしろん συμβολίζουν τたうηいーたνにゅー κοινωνική τたうοおみくろんυうぷしろん θέση
    αισθανόταν γυμνός χωρίς χρήματα
  6. (μεταφορικά) ακάλυπτος
    γυμνός τοίχος
  7. (μεταφορικά) ανεπαρκής
    Ηいーた πρότασή τたうοおみくろんυうぷしろん είναι γυμνή από ρεαλισμό.
  8. (μεταφορικά, γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ μάτια) χωρίς οπτικό βοήθημα
    Τたうαあるふぁ μικρόβια δでるたεいぷしろんνにゅー μπορούμε νにゅーαあるふぁ τたうαあるふぁ δούμε μみゅーεいぷしろん γυμνό μάτι.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー πρέπει νにゅーαあるふぁ κοιτάμε τたうοおみくろんνにゅー ήλιο μみゅーεいぷしろん γυμνό μάτι.

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー- 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーός γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーή τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーόν
      γενική τたうοおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろん τたうῆς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーῆς τたうοおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろん
      δοτική τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー
    αιτιατική τたうνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーόν τたうνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーήν τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーόν
     κλητική ! γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーέ γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーή γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοί αあるふぁ γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーαί τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾰ́
      γενική τたうνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーνにゅー τたうνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーνにゅー τたうνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーνにゅー
      δοτική τたうοおみくろんῖς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろんῖς τたうαあるふぁῖς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーαあるふぁῖς τたうοおみくろんῖς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろんῖς
    αιτιατική τたうοおみくろんὺς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーούς τたうὰς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾱ́ς τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾰ́
     κλητική ! γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοί γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーαί γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾰ́
    δυϊκός  
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーώ τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾱ́ τたう γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーώ
      γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーαあるふぁνにゅー τたうοおみくろんνにゅー γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーοおみくろんνにゅー
2ηいーた&1ηいーた κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυμνός < *gʷomnós < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός)

Επίθετο

[επεξεργασία]

γυμνός, -ή, -όν

  1. γυμνός
    ※  5ος/4ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 155 (155-156)
    γがんまνにゅー Μενέλαος τたうᾶς Ἑλένας τたうμみゅーᾶλά πぱいαあるふぁ | γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーᾶς παραϊδὼνにゅー ἐξέβαλ᾽, οおみくろんἰῶ, τたうὸ ξίφος.
    Όμοια τたうοおみくろん ᾽παθε κάποτε οおみくろん Μενέλας. Σしぐまαあるふぁ χίμηξε νにゅーαあるふぁ σφάξει τたうηいーたνにゅー Ελένη | κかっぱιいおた αντίκρισε τたう᾽ αφράτα της κυδώνια γυμνά, πέταξε πέρα τたうοおみくろん σπαθί τたうοおみくろんυうぷしろん!
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
    ※  4ος/5ος κかっぱεいぷしろん αιώνας Παλλαδάς σしぐまτたうηいーたνにゅー Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10οおみくろん, επίγραμμα 58 Παλλαδά
    Γがんまῆς ἐπέβην γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーὸς γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーὸς θしーた’ ὑπぱいγがんまαあるふぁαあるふぁνにゅー ἄπειμι· κかっぱαあるふぁτたうὶ μάτην μみゅーοおみくろんχかいθしーたγがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーνにゅーρろーνにゅー τたうὸ τέλος;
  2. άοπλος, ανυπεράσπιστος, εκτεθειμένος
    γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー τたうνにゅーτたうαあるふぁ παρέχειν
  3. οおみくろん ελαφρά οπλισμένος ή οおみくろん άοπλος (αντώνυμο: ὁπλιτοδρόμος, οおみくろん δρομέας μみゅーεいぷしろん πλήρη στρατιωτική εξάρτηση)
  4. ακάλυπτος, αποκαλυμμένος
    γυμνόν τόξον (εκείνο πぱいοおみくろんυうぷしろん τραβάει καποιος έξω από τたうηいーた φαρέτρα γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん χρησιμοποιήσει)
    γυμναί μάχαιραι, γυμνόν ξίφος, γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー τたうῇ κεφαλῇ
    → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた λέξη γυμνά
  5. (μεταφορικά) δίχως κάτι, πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんυうぷしろん έχει αφαιρεθεί κάτι σημαντικό, απογυμνωμένος
    κかっぱᾶπος [δένδρων] γυμνός (Κήπος χωρίς δέντρα) (Πίνδαρος)
    ἡ ψυχὴ γυμνή τたうοおみくろんῦ σώματος (Πλάτων)
  6. ελεύθερος
    γυμνοί ἵπποι (άλογα χωρίς λουρί)
  7. χωρίς περιστροφές, χωρίς περιττά στολίδια
    γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーνにゅー τたうνにゅー πραγμάτων θεωρουμένων
  8. σπανός ή χωρίς γένεια

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーῷ φυλακὴνにゅー ἐπιτάττεις: ζητάς τたうοおみくろん αδύνατο, τたうοおみくろんυうぷしろん ζητάς κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ κάνει (οおみくろん άοπλος δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ φυλάξει)
  • γυμνότερος λεβηρίδος: χωρίς ούτε φύλλο συκής (χωρις ούτε κかっぱαあるふぁνにゅー τたうοおみくろん διαφανές πετσί τたうοおみくろんυうぷしろん φιδιού ή τたうηいーた μεμβράνη πぱいοおみくろんυうぷしろん περιβάλλει τたうοおみくろん έμβρυο)
  • γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーὸς ὡς ἐκかっぱ μήτρας: όπως τたうοおみくろんνにゅー γέννησε ηいーた μάνα τたうοおみくろんυうぷしろん
  • γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅーτたうῇ κεφαλῇ: ξυπόλητος σしぐまτたう αγκάθια ή βγάζει γλώσσα ή χώνεται, φυτρωνει εκεί πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー σπέρνουν, ίσως γενικά γがんまιいおたαあるふぁ ασέβεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
γがんまυうぷしろんμみゅーνにゅー- 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά: