δασύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δασύνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δασύνω < αρχαία ελληνική δασύνομαι (είμαι δασύτριχος) [1] < αρχαία ελληνική δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ðaˈsi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δでるたαあるふぁ‐σύ‐νにゅーωおめが

δασύνω, πぱいρろーτたう.: δάσυνα, αόρ.: δάσυνα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: δασύνομαι, πぱい.αόρ.: δασύνθηκα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη δασύς

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. δασύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας