δρυμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Δρυμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん δでるたρろーυうぷしろんμみゅーός οおみくろんιいおた δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοί
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん δでるたρろーυうぷしろんμみゅーού τたうωおめがνにゅー δでるたρろーυうぷしろんμみゅーών
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー δでるたρろーυうぷしろんμみゅーό τους δでるたρろーυうぷしろんμみゅーούς
     κλητική δでるたρろーυうぷしろんμみゅーέ δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δρυμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρυμός[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dóru

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ðɾiˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρυ‐μός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δρυμός αρσενικό

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. δρυμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δでるたρろーυうぷしろんμみゅーός οおみくろん δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοί
      γενική τたうοおみくろん δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοおみくろん τたうνにゅー δでるたρろーυうぷしろんμみゅーνにゅー
      δοτική τたう δでるたρろーυうぷしろんμみゅー τたうοおみくろんῖς δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοおみくろんῖς
    αιτιατική τたうνにゅー δでるたρろーυうぷしろんμみゅーόν τたうοおみくろんὺς δでるたρろーυうぷしろんμみゅーούς
     κλητική ! δでるたρろーυうぷしろんμみゅーέ δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοί
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  δでるたρろーυうぷしろんμみゅーώ
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  δでるたρろーυうぷしろんμみゅーοおみくろんνにゅー
2ηいーた κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δρυμός < λείπει ηいーた ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δρυμός αρσενικό

  1. δάσος μみゅーεいぷしろん βελανιδιές
  2. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση) τたうοおみくろん άλσος, τたうοおみくろん δάσος

Συγγενικά

[επεξεργασία]