εμπόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん εμπόριοおみくろん τたうαあるふぁ εμπόριαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん εμπορίοおみくろんυうぷしろん
εμπόριοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー εμπορίωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん εμπόριοおみくろん τたうαあるふぁ εμπόριαあるふぁ
     κλητική εμπόριοおみくろん εμπόριαあるふぁ
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εμπόριο < αρχαία ελληνική ἐμπόριον (νにゅー + πορεία)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /emˈbo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εいぷしろん‐μπό‐ρろーιいおたοおみくろん
παλιότερος συλλαβισμός: εいぷしろんμみゅー‐πό‐ρろーιいおたοおみくろん
τονικό παρώνυμο: εμπορείο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εμπόριο ουδέτερο

  • (οικονομία) ηいーた οικονομική δραστηριότητα πぱいοおみくろんυうぷしろん αποσκοπεί σしぐまτたうηいーたνにゅー αποκόμιση κέρδους από τたうηいーたνにゅー αγορά κかっぱαあるふぁιいおた μεταπώληση αγαθών

Σύνθετα

[επεξεργασία]

ως δεύτερο συνθετικό

όπως

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]