εραλδική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ηいーた εραλδική
      γενική της εραλδικής
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー εραλδική
     κλητική εραλδική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εραλδική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό τたうοおみくろんυうぷしろん επιθέτου εραλδικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /e.ɾal.ðiˈci/
ομόηχο: ερλαδικοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εραλδική θηλυκό, μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εραλδική