κάννη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた κάννηいーた οおみくろんιいおた κάννες
      γενική της κάννης τたうωおめがνにゅー κかっぱαあるふぁνにゅーνにゅーών
    αιτιατική τたうηいーたνにゅー κάννηいーた τις κάννες
     κλητική κάννηいーた κάννες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάννη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάννη / κάννα (καλάμι) < ακκαδική 𒄀 (qanû, καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na) (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική canna

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈka.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάν‐νにゅーηいーた
ομόηχο: κάνει
τονικό παρώνυμο: κανί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάννη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κかっぱνにゅーνにゅーαあるふぁ- όπως σしぐまτたうοおみくろん κάννη
ονομαστική κάννηいーた αあるふぁ κάνναあるふぁιいおた
      γενική τたうῆς κάννης τたうνにゅー κかっぱαあるふぁνにゅーνにゅーνにゅー
      δοτική τたう κάνν τたうαあるふぁῖς κάνναις
    αιτιατική τたうνにゅー κάννηいーたνにゅー τたうὰς κάννᾱς
     κλητική ! κάννηいーた κάνναあるふぁιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  κάνν
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  κάνναあるふぁιいおたνにゅー
Τたうοおみくろん φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1ηいーた κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάννη < ακκαδική 𒄀 (qanû, καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na) (πιθανώς όμως ηいーた λέξη κάννα νにゅーαあるふぁ είναι προελληνική)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάννη θηλυκό