καλόβουλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん καλόβουλος ηいーた καλόβουληいーた τたうοおみくろん καλόβουλοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん καλόβουλοおみくろんυうぷしろん της καλόβουλης τたうοおみくろんυうぷしろん καλόβουλοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー καλόβουλοおみくろん τたうηいーたνにゅー καλόβουληいーた τたうοおみくろん καλόβουλοおみくろん
     κλητική καλόβουλεいぷしろん καλόβουληいーた καλόβουλοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた καλόβουλοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた καλόβουλες τたうαあるふぁ καλόβουλαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー καλόβουλωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー καλόβουλωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー καλόβουλωおめがνにゅー
    αιτιατική τους καλόβουλους τις καλόβουλες τたうαあるふぁ καλόβουλαあるふぁ
     κλητική καλόβουλοおみくろんιいおた καλόβουλες καλόβουλαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el

[επεξεργασία]
καλόβουλος < → δείτε τις λέξεις καλός κかっぱαあるふぁιいおた βουλή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kaˈlo.vu.los/

Επίθετο

[επεξεργασία]

καλόβουλος, -ηいーた, -οおみくろん

  • αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει καλή βούληση, καλή θέληση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]