κανόνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάνονας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん κανόνας οおみくろんιいおた κανόνες
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん κανόναあるふぁ τたうωおめがνにゅー κανόνωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー κανόναあるふぁ τους κανόνες
     κλητική κανόναあるふぁ κανόνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κανόνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κανών (χάρακας, πρότυπο, ελληνιστική σημασία: γενικός νόμος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /kaˈno.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κかっぱαあるふぁ‐νό‐νας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κανόνας αρσενικό

  1. ρυθμίσεις, νόμοι ηいーた άλλες αρχές πぱいοおみくろんυうぷしろん καθορίζουν τたうοおみくろんνにゅー τρόπο μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー οποίο πρέπει νにゅーαあるふぁ γίνεται κάτι
    οおみくろんιいおた κανόνες καλής συμπεριφοράς
    → δείτε κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーた λέξη κανονισμός
  2. αυτό πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι τたうοおみくろん συνηθισμένο, πぱいοおみくろんυうぷしろん συνήθως συμβαίνει, σしぐまεいぷしろん αντίθεση μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー εξαίρεση
    ηいーた εξαίρεση επιβεβαιώνει τたうοおみくろんνにゅー κανόνα
     συνώνυμα: νόρμα
  3. οおみくろん επίσημος κατάλογος βιβλίων πぱいοおみくろんυうぷしろん θεωρούνται γνήσια
    1. (φιλολογία) μιας λογοτεχνικής περιόδου ή ενός συγγραφέα
    2. (χριστιανισμός) τたうαあるふぁ βιβλία της Βίβλου πぱいοおみくろんυうぷしろん θεωρούνται γνήσια από τたうηいーたνにゅー Εκκλησία
  4. (γραφική ύλη) μακρύ ορθογώνιο όργανο συνήθως από ξύλο ή μέταλλο πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーた χάραξη ευθειών γραμμών
    σχεδιάζουμε μみゅーεいぷしろん κανόνα κかっぱαあるふぁιいおた διαβήτη
     συνώνυμα: χάρακας
  5. (μουσική, χριστιανισμός) εκκλησιαστικός ύμνος πぱいοおみくろんυうぷしろん αποτελείται από εννέα ωδές, οおみくろんιいおた οποίες αντιστοιχούσαν αρχικά μみゅーεいぷしろん τις εννέα ωδές της Βίβλου
  6. (μουσική) μουσικό είδος σしぐまτたうοおみくろん οποίο ηいーた μελωδία επαναλαμβάνεται από περισσότερες φωνές ώστε νにゅーαあるふぁ αλληλοσυμπλέκονται

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
κかっぱαあるふぁνにゅーοおみくろんνにゅー- 

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. κανόνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας