norm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
norm < γαλλική norme < παλαιά γαλλική norme < λατινική norma

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

norm (en)

  1. οおみくろん κανόνας
  2. (μαθηματικά) ηいーた νόρμα, μία συνάρτηση πぱいοおみくろんυうぷしろん ορίζεται πάνω σしぐまεいぷしろん ένα διανυσματικό χώρο κかっぱαあるふぁιいおた ηいーた οποία αναθέτει ένα μみゅーηいーた αρνητικό πραγματικό αριθμό σしぐまεいぷしろん κάθε διάνυσμα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Norm_(mathematics) σしぐまτたうηいーたνにゅー αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια