μακροχρόνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん μακροχρόνιος ηいーた μακροχρόνιαあるふぁ τたうοおみくろん μακροχρόνιοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん μακροχρόνιοおみくろんυうぷしろん της μακροχρόνιας τたうοおみくろんυうぷしろん μακροχρόνιοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー μακροχρόνιοおみくろん τたうηいーた μακροχρόνιαあるふぁ τたうοおみくろん μακροχρόνιοおみくろん
     κλητική μακροχρόνιεいぷしろん μακροχρόνιαあるふぁ μακροχρόνιοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた μακροχρόνιοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた μακροχρόνιες τたうαあるふぁ μακροχρόνιαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー μακροχρόνιωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー μακροχρόνιωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー μακροχρόνιωおめがνにゅー
    αιτιατική τους μακροχρόνιους τις μακροχρόνιες τたうαあるふぁ μακροχρόνιαあるふぁ
     κλητική μακροχρόνιοおみくろんιいおた μακροχρόνιες μακροχρόνιαあるふぁ
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακροχρόνιος < αρχαία ελληνική

Επίθετο

[επεξεργασία]

μακροχρόνιος, -αあるふぁ, -οおみくろん

  • πぱいοおみくろんυうぷしろん διαρκεί γがんまιいおたαあるふぁ πολύ χρόνο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]