μαντάλωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん μαντάλωμα τたうαあるふぁ μανταλώματたうαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん μανταλώματたうος τたうωおめがνにゅー μανταλωμάτたうωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん μαντάλωμα τたうαあるふぁ μανταλώματたうαあるふぁ
     κλητική μαντάλωμα μανταλώματたうαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαντάλωμα < μανταλώνω < μανδαλώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μαντάλωμα ουδέτερο (οおみくろん πぱいλらむだηいーたθしーた. όχι συνήθης)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]