μανταλώνω
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανταλώνω < μάνταλο
Ρήμα
[επεξεργασία]μανταλώνω
- χρησιμοποιώ
τ ο μάνταλογ ι α ν α ασφαλίσωτ η ν πόρτα ήτ ο παράθυρο - κλειδώνω κάποιον, φροντίζω ώστε
ν α είναι καλά κλεισμένος κάποιοςσ ε εσωτερικό χώρο- κλειδώνω, μανταλώνω,
κ ι ο κλέφτης είναι μέσα (παραδοσιακό αίνιγμα)
- κλειδώνω, μανταλώνω,
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή | |
μανταλώνω | μαντάλωνα | μανταλώνοντας | ||||
μανταλώνεις | μαντάλωνες | μαντάλωνε | ||||
μανταλώνει | μαντάλωνε | |||||
μανταλώνουμε | μανταλώναμε | |||||
μανταλώνετε | μανταλώνατε | μανταλώνετε | ||||
μανταλώνουν( |
μαντάλωναν μανταλώναν( |
|||||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
μαντάλωσα | μανταλώσει | |||||
μαντάλωσες | μαντάλωσε | |||||
μαντάλωσε | ||||||
μανταλώσαμε | ||||||
μανταλώσατε | μανταλώστε | |||||
μαντάλωσαν μανταλώσαν( |
||||||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
έχω μανταλώσει | είχα μανταλώσει | |||||
έχεις μανταλώσει | είχες μανταλώσει | |||||
έχει μανταλώσει | είχε μανταλώσει | |||||
έχουμε μανταλώσει | είχαμε μανταλώσει | |||||
έχετε μανταλώσει | είχατε μανταλώσει | |||||
έχουν μανταλώσει | είχαν μανταλώσει |
|