μανταλωτής
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μανταλωτής < μανταλώνω
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/c/c6/R-S_mk2.gif/220px-R-S_mk2.gif)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μανταλωτής αρσενικό
- (πληροφορική) ηλεκτρονικό κύκλωμα
π ο υ χρησιμοποιείταιγ ι α τ η ν αποθήκευση ψηφιακών δεδομένων δυαδικού τύπου. Συνήθως χρησιμοποιείται ωςτ ο δομικό στοιχείόσ τ ο κύκλωματ ο υ δισταθούς πολυδονητή.