μιόνιο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μιόνι |
μιόνι | ||
γενική | μιόνι & μιονί |
μιόνι & μιονί | ||
αιτιατική | μιόνι |
μιόνι | ||
κλητική | μιόνι |
μιόνι | ||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική muon < αρχαία ελληνική
μ ῦ /μ
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /mi.ˈo.ni.o/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
μ ι ‐ό‐ν ι ‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιόνιο ουδέτερο
- (φυσική) στοιχειώδες ασταθές υποατομικό σωματίδιο παρόμοιο
μ ε τ ο ηλεκτρόνιο,μ ε αρνητικό ηλεκτρικό φορτίοκ α ι ιδιοστροφορμή (spin) ½
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μιόνιο
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'βούτυρο' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αγγλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)