πούρο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | πούρ |
πούρ | ||
γενική | πούρ |
πούρ | ||
αιτιατική | πούρ |
πούρ | ||
κλητική | πούρ |
πούρ | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/2c/Cigar_from_nicaragua.jpg/220px-Cigar_from_nicaragua.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πούρο < από
τ η ν ιταλική φράση: "puro tabacco di Havana" (καθαρός καπνός Αβάνας) < ισπανική puro (αγνός, καθαρός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πούρο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
πούρο
σ τ η Βικιπαίδεια