σπυρί
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ||||
γενική | ||||
αιτιατική | ||||
κλητική | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπυρί < αρχαία ελληνική σπυρός
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπυρί ουδέτερο
- φλεγμονή
σ τ ο δέρμαπ ο υ δημιουργεί ένα εξόγκωμα, συνήθωςμ ε πύον- ≈ συνώνυμα: σπιθουράκι, ακμή
- σπόρος, κόκκος