σπυρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん σしぐまπぱいυうぷしろんρろーί τたうαあるふぁ σしぐまπぱいυうぷしろんρろーιά
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまπぱいυうぷしろんρろーιού τたうωおめがνにゅー σしぐまπぱいυうぷしろんρろーιών
    αιτιατική τたうοおみくろん σしぐまπぱいυうぷしろんρろーί τたうαあるふぁ σしぐまπぱいυうぷしろんρろーιά
     κλητική σしぐまπぱいυうぷしろんρろーί σしぐまπぱいυうぷしろんρろーιά
Οおみくろんιいおた καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπυρί < αρχαία ελληνική σπυρός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /spiˈɾi/
Μάγουλο μみゅーεいぷしろん σπυριά.
Σπυριά ρυζιού.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπυρί ουδέτερο

  1. φλεγμονή σしぐまτたうοおみくろん δέρμα πぱいοおみくろんυうぷしろん δημιουργεί ένα εξόγκωμα, συνήθως μみゅーεいぷしろん πύον
     συνώνυμα: σπιθουράκι, ακμή
  2. σπόρος, κόκκος

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]