στέρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた στέρησηいーた οおみくろんιいおた στερήσεις
      γενική της στέρησης* τたうωおめがνにゅー στερήσεいぷしろんωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーた στέρησηいーた τις στερήσεις
     κλητική στέρησηいーた στερήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στέρηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέρησις[1] Δείτε στερώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈste.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στέ‐ρろーηいーたσしぐまηいーた

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στέρηση θηλυκό

  1. ηいーた έλλειψη
    ηいーた στέρηση βιταμινών μπορεί νにゅーαあるふぁ οδηγήσει σしぐまεいぷしろん σοβαρές νόσους
  2. τたうοおみくろん νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー έχει κάποιος τたうαあるふぁ αναγκαία
    έζησε μみゅーιいおたαあるふぁ ζωή γεμάτη στερήσεις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη στερώ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

από τたうηいーたνにゅー αρχαία λέξη ὕστερος:

από τたうοおみくろん στερεύω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. στέρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας