τεκμήριο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεκμήριο < αρχαία ελληνική τεκμήριον < τεκμαίρομαι < τέκμαρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεκμήριο ουδέτερο
- συμπέρασμα βάσει αποδεικτικών στοιχείων
- αποδεικτικό στοιχείο, πειστήριο
- ψηφιακό ηλεκτρονικό αρχείο
π ο υ περιλαμβάνει δεδομένα (όπως κείμενο, εικόνες, ήχους),μ ε ή χωρίςτ ο υλικό μέσοσ τ ο οποίοτ ο αρχείο αυτό έχει αποθηκευτεί (δίσκος, δισκέτα, CD, DVD)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατά τεκμήριο: αποδεδειγμένα
- μαχητό/αμάχητο τεκμήριο: