χάρις
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάρις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική χάρις
γ ι α τ ο επίρρημα < σημασιολογικό δάνειο απότ η γαλλική grâce à [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈxa.ɾis/- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρις
Επίρρημα
[επεξεργασία]χάρις θηλυκό
- (λόγιο)
μ ε τ η βοήθεια ήμ ε τ η ν παρέμβαση κάποιου- ↪ χάρις
σ ε σένα, άρχισαν α διαβάζω ποίηση - → δείτε
τ η λέξη χάριν
- ↪ χάρις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | χάρις | χάριτες | ||
γενική | της | χάριτος | χαρίτ | |
αιτιατική | χάρ |
τις | χάριτες | |
κλητική | χάρ |
χάριτες | ||
Δείτε | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χάρις θηλυκό
- (λόγιο)
η χάρηη θεία Χάρις- → δείτε περίοδος χάριτος
- → δείτε
τ η λέξηο ι τρεις Χάριτες
Συγγενικά
[επεξεργασία]→
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χάρις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χάρις | χάριτες | ||
γενική | χάριτος | χαρίτ | |||
δοτική | χάριτῐ | χάρισῐ( & χαρίτ | |||
αιτιατική | χάρι & χάριτᾰ |
χάριτᾰς | |||
κλητική ὦ! | χάρι | χάριτες | |||
δυϊκός | |||||
χάριτ | |||||
χαρίτ | |||||
3 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάρις < θέμα
χ α ρ - + -ις < χαίρω, *χ α ρ -jω - Ήδη, μυκηναϊκά ονόματα 𐀏𐀪𐀮𐀄 (ka-ri-se-u, Χαρισεύς), 𐀏𐀪𐀯𐀍 (ka-ri-si-jo, Χαρίσιος) [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάρις θηλυκό
η χάρη,τ ο θέλγητρο,τ ο κάλλος- φιλοφροσύνη
- ευμένεια, ευεργεσία, δώρο
- ευγνωμοσύνη
- τέρψη, χαρά
- οφειλόμενη τιμή, προσφορά, λατρεία
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- χάριν δίδωμι
μ ε δοτική: υποχωρώ, ενδίδω - χάριν τίθεμαί (
τ ι ν ι ) - χάριν φέρω (
τ ι ν ι )μ ε δοτική: χαρίζομαι, κάνωσ ε κάποιοντ η χάρη - χάρις ἄχαρις: δώρο-άδωρο
δ ι ὰ χαρίτων γίγνομαιμ ε δοτική: έχω πολύ καλές σχέσειςμ ε κάποιον- χάριν (αιτιατική)
μ ε γενική: επιρρηματική χρήσηπ ο υ δηλώνει: "προς χάρη" "γ ι α χάρη" κάποιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Χάρις
ο ι Χάριτες- χαρίεις χαρίεσσα, χαρίεν
- χαριέντως
κ α ι χάριεν επιρρήματα - χαριεντίζομαι
- χαριεντισμός
- χαρίζομαι
- χαριστέον
- χαριστήριον
- χαριστικός
- χάρμα
- χαροπός
Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «χάρη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- χάρις - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - χάρις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'χάρις' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'χάρις' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'χάρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'χάρις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)