χορός
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ||||
γενική | ||||
αιτιατική | τους | |||
κλητική | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/1a/The_Dance_Lesson_by_Edgar_Degas.jpg/220px-The_Dance_Lesson_by_Edgar_Degas.jpg)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/6/6d/TUGTI-10-chorus.jpg/220px-TUGTI-10-chorus.jpg)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/25/1975_Holton-Armes_Senior_Prom.png/220px-1975_Holton-Armes_Senior_Prom.png)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χορός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χορός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χορός αρσενικό
τ ο αποτέλεσμα,η ενέργειατ ο υ χορεύω, προκαθορισμένες ή αυθόρμητες ρυθμικές κινήσεις συνήθωςμ ε τ η ν συνοδεία μουσικής, τραγουδιού- ↪ κλασικός χορός, μπαλέτο, χορός της κοιλιάς (τσιφτετέλι), καλαματιανός, τσάμικος χορός, ανδρικός χορός, πολεμικός χορός,
- πληθώρα
μ ε κάτι τραγικό,π ο υ παραπέμπεισ ε τραγωδία- ↪
ο χορόςτ ω ν μαρτύρων της χριστιανικής εκκλησίας
- ↪
- πληθώρα
γ ι α κάτιπ ο υ υποδηλώνει σπατάληκ α ι ίσως παρατυπίες έως παρανομίες - εκδήλωση εορταστική
- ↪ χορός αποκριάτικος
- σώμα υποκριτών
σ τ η ν αρχαία τραγωδία από 12κ α ι αργότερα 15 άτοματ ο οποίο έκανε χορευτικές κινήσειςκ α ι ερμήνευετ ο χορικό μέρος αυτής,τ ο οποίοκ α ι αποτελούσετ ο λυρικό, μουσικό της κομμάτι - χορωδία
- ↪ εκκλησιαστικός χορός,
ο χορόςτ ω ν αγγέλων
- ↪ εκκλησιαστικός χορός,
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/d3/Phenakistoscope_3g07690b.gif/250px-Phenakistoscope_3g07690b.gif)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]ο χορόςτ ο υ Ζαλόγγου:γ ι α κάτιπ ο υ προμηνύει δυσάρεστα,μ ε αναφορά στις γυναίκεςπ ο υ αυτοκτόνησαν μαζίμ ε τ α ανήλικα παιδιά τους πέφτοντας απότ ο βουνότ ο υ Ζαλόγγουγ ι α ν α μ η ν τις αιχμαλωτίσουνο ι Τούρκοι λίγοπ ρ ι ν απότ α Χριστούγεννατ ο υ 1803- άμα μπεις
σ τ ο χορό,θ α χορέψεις: όταν κάποιος αρχίζει κάτι,θ α τ ο πάει μέχρι τέλους, ήγ ι α κάτιπ ο υ δ ε ν έχει γυρισμόκ α ι πρέπειν α ολοκληρωθεί γιατίδ ε ν υπάρχει άλλη λύση κ ι ο χορός καλά κρατεί:ε ν χορώ: δοτικήπ ο υ σημαίνει "όλοι μαζί" ή "μ ε μ ι α φωνή"- έξω από
τ ο χορό, πολλά τραγούδια ξέρει: είναι εύκολον α συμβουλεύεις ήν α ασκείς κριτική ότανδ ε ν είσαι εσύ εκείνοςπ ο υ πρέπειν α ενεργήσεις - χορός
τ ο υ Ησαΐα: περιφορά νεόνυμφων γύρω απότ η ν Αγία Τράπεζα κατάτ ο θρησκευτικό τελετουργικότ ο υ γάμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χορικό
- χορευταράς
- χορευτής
- χορευτικός
- χορεύω
χ ο ρ ο - Νεοελληνικές λέξειςμ ε πρόθημαχ ο ρ ο -σ τ ο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χορός
Πηγές
[επεξεργασία]- χορός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | |||
γενική | ||||
δοτική | ||||
αιτιατική | ||||
κλητική ὦ! | ||||
δυϊκός | ||||
2 |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/26/Ancient_Greek_dancer_%C2%B7_HHWIII171.svg/150px-Ancient_Greek_dancer_%C2%B7_HHWIII171.svg.png)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]χορός < αβέβαιης ετυμολογίας Ίσως χείρ (χέρι) (
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χορός αρσενικό ή θηλυκό
- χορός γενικά, εκφραστικές κινήσεις χεριών
κ α ι ποδιών, γενικάτ ο υ σώματος,σ ε κάποια εκδήλωση ήκ α ι μεμονωμένα,μ ε ή χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων- ※ 8ος
π κ ε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ . Ὀδυσσέως σύστασιςπ ρ ὸς Φαίακας.), στίχ. 248 (248-249)α ἰε ὶδ ᾽ ἡμ ῖν δαίςτ ε φίλη κίθαρίςτ ε χοροίτ ε ε ἵματάτ ᾽ ἐξημοιβὰ λοετράτ ε θ ε ρ μ ὰκ α ὶε ὐναί.- Απόλαυση δική μας
κ α ι παντοτινή·τ ο πλούσιο γεύμα,η κιθάρακ ι ο ι χοροί, ρούχα πολύτιμα,π ο υ ν α τ ᾽ αλλάζουμε όταν πρέπει, λουτρά θερμά,κ α ι τ ο κρεβάτι. (Μετάφραση: Δημήτρης Μαρωνίτης greek-language.gr)
- Απόλαυση δική μας
- ※ 7ος
π κ ε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσ π ὶς Ἡρακλέουςw, 272 (272-273)-
τ ο ὶδ ᾽ ἄνδρες ἐν ἀγλαΐαιςτ ε χ ο ρ ο ῖςτ ε | τέρψιν ἔχ ο ν ·Κ ι ο κόσμοςσ ε πανηγύριακ α ι χορούς | χαιρόταν.- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
-
- ※ 8ος
- χορός τελετουργικός ή
γ ι α κάποια περίσταση- ↪
μ ε τ ὰ μελπομένῃσ ι ν ἐν χ ο ρ ῷ Ἀρτέμιδος - ↪ Διόνυσον τιμώσας
χ ο ρ ο ῖς - ↪ χορός τρυγικός, τρυγῳδικός
- ↪
- σώμα χορευτών,
η ομάδα εκείνωνπ ο υ μετείχανσ τ ο χορό της αρχαίας τραγωδίας (αρχικά 12σ τ α δράματα, 24 στις κωμωδίεςκ α ι μετά 15σ τ α δράματα)- ↪
ο ἱ χοροίτ ῶν τ ρ α γ ῳδ ῶν - ↪
χ ο ρ ῷ χορηγεῖν
- ↪
- αρμονικό σύνολο ή γενικά σύνολο, πληθώρα, συντροφιά, ομάδα
- ↪ χορός ἰχθύων (Σοφοκλής) χορός μελιττῶ
ν , χορός καλλίμορφος τέκνων (Ευριπίδης), χορός ἄστρωνα ἰθέριοι (Ευριπίδης)
- ↪ χορός ἰχθύων (Σοφοκλής) χορός μελιττῶ
- σειρά
- ↪ χορός ὀδόντων
κ α ι πρόσθιοι χοροί (τ α μπροστινά δόντια), χορόςσ κ ε υ ῶν (μ ι α σειρά από πιάτα),τ ὴν σοφίανπ ο ῦχ ο ρ ο ῦ τάξομεν; (Πλάτωνας:σ ε π ο ι α σειράν α κατατάξουμετ η σοφία;)
- ↪ χορός ὀδόντων
- τόπος χορού (πλατεία, χοροστάσι)
- ↪ λείηναν
δ ὲ χορόν (Όμηρος) Ἠο ῦς ἠριγενείηςο ἰκίακ α ὶ χοροίε ἰσ ι
- ↪ λείηναν
σ τ η Σπάρτηκ α ι ίσωςσ τ η ν Κρήτη :η αγορά
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
χ ο ρ -
Σύνθετα
[επεξεργασία]χ ο ρ ο - Αρχαίες ελληνικές λέξειςμ ε πρόθημαχ ο ρ ο -σ τ ο Βικιλεξικό- -χορος Αρχαίες ελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -χοροςσ τ ο Βικιλεξικό
- διχόρειος
- διχορία
- διχοριάζω
- ἡμιχόριον
- χοραυλέω
- χοραύλης
- χορηγέτης, χοραγέτας
- χορηγός
κ α ι δωρικός τύπος χοραγός - χορηγέω & συγγενικά
- χορηγία & σύνθετα
- χορηγικός
- χοροδιδάσκαλος, χοροδιδασκαλία, χοροδιδασκαλική
- χοροήθης
- χοροιμανία
- χοροιτύπος
κ α ι χοροίτυπος, χοροιτυπέω, χοροιτυπία - χορομανής
- χοροποιός
χ ο ρ ῳδία- χορωφελήτης
Πηγές
[επεξεργασία]- χορός - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - χορός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ναός' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'ναός' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ναός' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά) - Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ η ν Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ ο ν Ησίοδο (αρχαία ελληνικά) - Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)