Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/04/2017.
Ανδριάντας γυναικός, προσωποποίηση του έπους της Οδύσσειας. (2ος αιώνας μ.Χ.) Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς
ΗΟδύσσεια είναι το δεύτερο μεγάλο ηρωικό έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μετά τηνΙλιάδα. Ανκαιτα δύο έπη αποδίδονται από την παράδοση στονΌμηρο, η φιλολογία αναγνωρίζει σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους καιη επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Οδύσσεια συντέθηκε από διαφορετικό ποιητή,πιθανότερα μαθητή του Ομήρου, με κάποια χρονική απόσταση από την Ιλιάδα.
Ο Οδυσσέας καιο Τειρεσίας στον Κάτω Κόσμο. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφο κρατήρα
Η Οδύσσεια που αποτελείται από 12.110 στίχους, έναντι των 15.693 στίχων της Ιλιάδας, πραγματεύεται γενικά τον μεταπολεμικό νόστο αναδεικνύοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παλινοστούντες και ειδικότερα τον περιπετειώδη επαναπατρισμό του ήρωα τουΤρωικού Πολέμουκαι βασιλιά της ΙθάκηςΟδυσσέα καθώς καιτο φόνο των μνηστήρων, οι οποίοι έχοντας εγκατασταθεί στο παλάτι του διεκδικούσαν μέσω της γυναίκας τουΠηνελόπηςτη βασιλεία. Έτσι στην Οδύσσεια ο ηρωισμός δεν είναι εκείνος των πεδίων των μαχών αλλά ο καρτερικός αγώνας επιβίωσης και της επιτυχίας των μετά τον πόλεμο ειρηνικών σκοπών όπως της ανάπτυξης του εμπορίου, της ναυτιλίας καιτων νέων αποικισμών. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανκαιτα εξιστορούμενα γεγονότα του έπους καλύπτουν βάθος χρόνου μια δεκαετία ο ποιητής του έργου τα έχει εντάξει σε μόλις 41 ημέρες. Παρόμοιο συμβαίνει καιστην Ιλιάδα όπου εκεί ο δεκαετής τρωικός πόλεμος εντάχθηκε σε 51 ημέρες
Η Οδύσσεια καταγράφηκε επίσημα στηναρχαία Αθήνα περί τον6ο αιώνα π.Χ. κατ΄ εντολή τουΠεισίστρατου ή τουγιουτουΙππάρχου (560 - 510 π.Χ.), προκειμένου οι τότε ραψωδοίνα απαγγέλουν αυτή στις γιορτές τωνΠαναθηναίων χωρίς δικές τους παρεμβολές ή παραλλαγές. Ακολούθως χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς σε 24 ραψωδίες, που αριθμήθηκαν μετα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά ομάδες οι ραψωδίες συναπαρτίζουν:
τηνΤηλεμάχεια (α-δ), όπου βλέπουμε τογιοτου Οδυσσέα Τηλέμαχονα αναζητά τον πατέρα του,
τηΦαιακίδα ή Νόστο (ε-ν), όπου ακούμε τον ίδιο τον ήρωα να αφηγείται στους Φαίακες τις προηγούμενες περιπέτειές τουκαινα φτάνει στην Ιθάκη, και
τηΜνηστηροφονία (ξ-ω), την περιγραφή της τιμωρίας των μνηστήρων.
Η μεγάλη αξία της Οδύσσειας, όπως και της Ιλιάδας διαφαίνεται από το γεγονός ότι διασώθηκε πλήρως λόγω της μεγάλης διάδοσής της σε αντίθεση μετα κύκλια έπη. Στην αρχαιότητα αποτελούσε μάθημα γιατα παιδιά με βασικά στοιχεία την ιστορία καιτη θρησκεία, όπως λέει καιοΝικήρατος, γιος του στρατηγού Νικία[1], Ηδε επίδραση που άσκησε στην αρχαία ελληνική αλλά και ρωμαϊκή λογοτεχνία και τέχνη (γλυπτική, αγγειογραφία, ζωγραφική κ.ά.) υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη. Αποτέλεσε την βάση γιά μιά σειρά έργων, τονΤρωικό κύκλο. Ακόμα και σήμερα εμπνέει λογοτέχνες, καλλιτέχνες και σκηνοθέτες διαφόρων εθνοτήτων.
Σύμφωνα μετοBBC Culture, η Οδύσσεια βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τις 100 «ιστορίες που διαμόρφωσαν τον κόσμο». Η επιλογή έγινε από ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και μεταφραστές ανά τον κόσμο.[2][3]
Το έργο αρχίζει με επίκληση του ποιητή στην Μούσα : ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ / πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· (Τον άντρα τον πολυμήχανο τραγούδησε, Μούσα, / που πολύ περιπλανήθηκε, όταν πήρε την ιερή πόλη της Τροίας).
Δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κι ενώ όλοι οι άλλοι Αχαιοί γύρισαν στις πατρίδες τους, ο Οδυσσέας βρίσκεται στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς, που θέλει νατον κρατήσει για πάντα κοντά της ενώ αυτός θέλει να επιστρέψει στην Ιθάκη. Οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο, κι επωφελούμενη από την απουσία του Ποσειδώνα, που εχθρεύεται τον ήρωα, η Αθηνά πείθει τον Δία να συναινέσει στην επιστροφή του Οδυσσέα, πουτου αρκεί ναδεινα βγαίνει καπνός στην πατρίδα του (καπνὸν ἀποθρῴσκοντα) κι ας πεθάνει (α 58).
Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη γιανα παρακινήσει τονΤηλέμαχονα αναζητήσει τον πατέρα του. Μετη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας την περιουσία του Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο καιη Αθηνά προσπαθεί νατον πείσει πως ο πατέρας τουζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων καινα πάει στο βασιλιά της Πύλου, το Νέστορα καιστο βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαο, γιανα ρωτήσει γιατον Οδυσσέα.
Φεύγοντας, η Αθηνά αποκαλύπτεται καιο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, ηΠηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη καιτον καλεί ν' αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα καιτη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν από το σπίτι τουκαι τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς.
Στη συνέλευση που συγκάλεσε ο Τηλέμαχος ζητά από τους μνηστήρες να φύγουν και τους απειλεί μετη θεϊκή τιμωρία γιατα ανοσιουργήματά τους. Ο επιφανέστερος των μνηστήρων Αντίνοος κατηγορεί την Πηνελόπη ότι αποφεύγει τον γάμο με δόλο : Δήλωσε ότι θα ξαναπαντρευτεί όταν τελειώσει το σάβανο του πεθερού της Λαέρτη αλλά κάθε βράδυ ξηλώνει ό,τι ύφανε την ημέρα. Οι μνηστήρες καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει την μητέρα τουαπ' το σπίτι, δέχεται όμως νατην ξαναπαντρέψει, αντου δοθεί καράβι να ψάξει γιατον πατέρα και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από τον μάντη Αλιθέρση ως σημάδι γιατη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα καιτην τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο καιτον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κιαν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θατον σκοτώσουν.
Ομήρου, Οδύσσεια, manuscript, 3rd quarter of the 15th century (British Library)
Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά νατου συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται μετη μορφή του Μέντορα τώρα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται νατον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. ΗΕυρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται ναμηνπει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα μετον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά.
Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος καιη Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην Πύλο όπου ο βασιλιάς Νέστορας τους υποδέχεται φιλόξενα. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα καιτα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση. Ο ίδιος μαζί μετοΜενέλαο απέπλευσαν βιαστικά γιανα προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω γιανα προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, γιατον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο γιατην κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες μετη βοήθεια της Αθηνάς. Με συνοδό τογιοτου Νέστορα, Πεισίστρατο, ο Τηλέμαχος αναχωρεί την επόμενη μέρα με άρμα γιατη Σπάρτη.
Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο να γιορτάζει διπλό γάμο, τουγιουκαι της κόρης του. Ο Μενέλαος, πουδεν ξέρει ακόμη ποιον έχει απέναντί του, εξιστορεί τις επί οκτώ χρόνια περιπλανήσεις του μετά την άλωση της Τροίας και αναφέρεται καιστα ακόμη μεγαλύτερα παθήματα του Οδυσσέα. Έμαθε για τις περιπέτειές του αλλά αγνοεί τι απέγινε.
Η Ελένη εμφανίζεται καιο Τηλέμαχος αναγνωρίζεται. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν καιη Ελένη ρίχνει στο κρασί το «νηπενθές» γιανα τους διώξει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα, όταν μπήκε κρυφά στην Τροία γιανα κατασκοπεύσει. Δεντον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε πουτον είδε, αφού ήθελε πιακαιη ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος μετη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στοΔούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.
Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει γιατον πατέρα τουκαι περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό τουστην Αίγυπτο. Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέακι εκείνος, μεταξύ άλλων, του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, ποθώντας να γυρίσει πίσω στην Ιθάκη. Ύστερα ο Τηλέμαχος επιστρέφει στην Πύλο.
Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν νατον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα καιτογιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, πουτην καθησυχάζει μετη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.
Το πρωί της 7ης μέρας, στη συνέλευση των Θεών, η Αθηνά επενέρχεται στο θέμα του Οδυσσέα και αναφέρει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία μετην εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πιατον Οδυσσέα και ανακοινώνει στους θεούς ότι ο Οδυσσέας θα γυρίσει στην Ιθάκη μετά από 20 μέρες ταλαιπωρημένος πάνω σε σχεδία, χωρίς όμως βοήθεια θεών ή ανθρώπων, με πλούσια όμως δώρα από τους Φαίακες.
Η Καλυψώ κατηγορεί τους θεούς ότι τη φθονούν, που ερωτεύτηκε ένα θνητό και τους δίνει πολλά παραδείγματα γιανα τους αποδείξει την ζηλοφθονία τους, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο γιατην οργή του Δία. Τώρα για πρώτη φορά εμφανίζεται ο Οδυσσέας στο ποίημα. Κλαίει όπως κάθε μέρα στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος (νόστον ὀδυρομένῳ, ε 153), όταν η θεά του ανακοινώνει τα καλά νέα. Ο Οδυσσέας τη βάζει να ορκιστεί ότι δεν έχει κακό σκοπό και, παρά την προειδοποίησή της ότι θα υποστεί κι άλλες ταλαιπωρίες, μένει αμετάπειστος. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.
Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία μετα εργαλεία της Καλυψώς καιτην πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο γιατο ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες, βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται καιο Οδυσσέας παλεύει μετα κύματα πάνω σεμια σανίδα. Η θεά Λευκοθέα τον συμπονά καιτου χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα τουκαι πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.
Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει μετη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας καινα φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό νατον σώσει καιο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου κοιμάται βαθιά κρυμμένος στους θάμνους.
Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου καιτην προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι καιμε τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν μετο τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει ναβγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, πουτην εμψυχώνει η Αθηνά. Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται έναν ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή τουκαιτην εκλιπαρεί νατου δείξει το δρόμο γιατην πόλη καινατου δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη τουκαιτον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει στις φίλες της ναμη φοβούνται καινα περιποιηθούν τον ξένο.
Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα καιη Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος καιο άντρας πουθατην παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, γιαναμην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες νατην ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει νατου δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κιο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος καιο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά νατον καλοδεχτούν οι Φαίακες.
Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι καιο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος γιατην πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο τουμετη μορφή νεαρού κοριτσιού καιτου δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τονμε ομίχλη γιαναμην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες καιτη βασίλισσα Αρήτη καιτον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη την...
Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και μένει έκθαμβος: χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη πουτον σκέπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας νατον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία τουκαι καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή γιατον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.
Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη τον ρωτά ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή τουστην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία καιτη συνάντησή τουμετη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος, εντυπωσιασμένος από τον ξένο, εύχεται νατον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θατον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά...
Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση καιο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους γιατο τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο καιο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά γιαμια φιλονικία του Οδυσσέα μετον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Γιανα διασκεδάσει τη θλίψη τουο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.
Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά καιοι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν καιτον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο καιτον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού τουστη ναυσιπλοΐα, το γλέντι καιτην καλοπέραση.
Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Ο Δημόδοκος τραγουδά τους έρωτες του Άρη και της Αφροδίτης καιτηνεπ’ αυτοφώρω σύλληψή τους από τον απατημένο σύζυγο, τον Ήφαιστο : Αόρατα χρυσά δεσμά είχε βάλει στο συζυγικό του κρεβάτι κι όταν παγιδεύτηκαν οι παράνομοι εραστές, κάλεσε τους υπόλοιπους θεούς ως μάρτυρες του παθήματός του. Μόνο αποτέλεσμα όμως ήταν τ’ ασυγκράτητα γέλια των θεών (ἄσβεστος δ᾽ ἄρ᾽ ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσι, θ 326). Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων νατου χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος τουκαι συμφιλιώνεται μετον ξένο.
Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, πουτον θαυμάζει και της υπόσχεται νατην τιμά σαν θεά, όταν φτάσει του γυρισμού η μέρα (νόστιμον ἦμαρ, θ 466). Το γλέντι αρχίζει καιο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί καιτου ζητά να τραγουδήσει γιατο Δούρειο Ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά τουστην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σεποια πατρίδα νατον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει γιατην Τροία;
Οι ραψωδίες ι-μ είναι σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά ο Οδυσσέας στους Φαίακες. Αποκαλύπτει ποιος είναι και εξιστορεί τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειές του.
Από το Ίλιο ο άνεμος έφερε τα πλοία του Οδυσσέα στους Κίκονες, συμμάχους των Τρώων. Κατέστρεψε και λεηλάτησε την πόλη τους, αλλά οι σύντροφοί του, μεθυσμένοι από κρασί και από αίμα, δεν ήθελαν νατον ακούσουν καινα φύγουν από εκεί. Σύντομα οι Κίκονες αντεπετέθηκαν καιο Οδυσσέας αναγκάστηκε ναμπειστα πλοία με απώλειες.[4]
Θυελλώδεις άνεμοι τους έσπρωξαν στηγητων Λωτοφάγων. Τρεις άντρες του γεύτηκαν τον λωτό που τους έδωσαν οι ντόπιοι, ξέχασαν την πατρίδα τους και ήθελαν να μείνουν εκεί. Τους πήρε διά της βίας και έκαναν βιαστικά πανιά.
Ύστερα έφτασαν στη χώρα των Κυκλώπων όπου το ανήσυχο πνεύμα του Οδυσσέα τον έβαλε σε νέες περιπέτειες. Θέλοντας να μάθει τί είδους όντα κατοικούσαν αυτή την χώρα, μπήκε στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου, πουτου καταβρόχθισε έξι συντρόφους. Τελικά με τεχνάσματα, μεθώντας, τυφλώνοντας και εξαπατώντας τον Κύκλωπα, μπόρεσε να διαφύγει.
Ήρθαν μετά στο νησί του Αιόλου, του θεού των ανέμων. Αυτός τους καλοδέχτηκε κι όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, έκλεισε μέσα σ’ ένα ασκό όλους τους ανέμους καιτον έδωσε στον Οδυσσέα. Ελεύθερο άφησε μόνο τον Ζέφυρο, τον δυτικό άνεμο, πουθα τους πήγαινε στην πατρίδα. Αλλά η απληστία των συντρόφων τουπου νόμισαν ότι ο Αίολος του είχε δώσει θησαυρούς, στάθηκε η καταστροφή τους. Ενώ φαινόταν πιαη Ιθάκη, άνοιξαν τον ασκό καιοι άνεμοι εξαπολύθηκαν.
Τους έφεραν στην χώρα των γιγαντιαίων ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων, όπου ο Οδυσσέας έχασε όλα τουτα πλοία αύτανδρα, εκτός από το δικό του.
Ύστερα ήρθαν στην Αία, στο νησί της μάγισσας Κίρκης που μεταμόρφωσε τους συντρόφους τουσε χοίρους. Αλλά ο Οδυσσέας, μετην βοήθεια του Ερμή, εξουδετέρωσε τα μάγια της θεάς που είχαν στόχο τον ίδιο, έγινε εραστής της καιτην έπεισε ν’ αποδώσει την ανθρώπινη μορφή στους συντρόφους του. Έμειναν εκεί ένα χρόνο.
Καθ’ υπόδειξιν της Κίρκης ο Οδυσσέας πηγαίνει στη χώρα των Κιμμερίων, όπου βασιλεύει το σκοτάδι. Ακολουθώντας τις οδηγίες της θεάς, καλεί τις ψυχές των νεκρών. Ο μάντης Τειρεσίας του αποκαλύπτει ότι ο Ποσειδώνας είναι οργισμένος μαζί του γιατί τύφλωσε τονγιοτου Πολύφημο, αλλά προλέγει ότι θα σωθεί τελικά, θα τιμωρήσει τους μνηστήρες καιθα έχει ήσυχο τέλος σε βαθιά γεράματα. Επίσης προφητεύει και κάποιες άλλες περιπέτειες του Οδυσσέα, μετά την μνηστηροφονία. Οι σύντροφοι πουτου απέμειναν θα σωθούν και αυτοί, ανδεν πειράξουν τις αγελάδες του Ήλιου πουθαβρουνστο δρόμο τους.
Ύστερα εμφανίζεται η ψυχή της μητέρας του, πουδεν ήξερε ότι πέθανε, η Αλκμήνη, η Ιοκάστη, η Φαίδρα καιη Αριάδνη. Έρχονται μετά οι ψυχές των ανδρών. Ο Αγαμέμνων διεκτραγωδεί το οικτρό του τέλος κιο Αχιλλέας του λέει ότι θα προτιμούσε να είναι δούλος τουπιο φτωχού ανθρώπου, αλλά ζωντανός, παρά βασιλιάς στον Άδη. Εμφανίζονται επίσης οι ψυχές του Μίνωα, του Τάνταλου, του Σίσυφου, του Ηρακλή και άλλων.
Επιστρέφοντας από τον Κάτω Κόσμο ο Οδυσσέας περνά πάλι από το νησί της Κίρκης, όπου η μάγισσα του δίνει συμβουλές γιαν’ αντιμετωπίσει τα εμπόδια πουθαβρειστον δρόμο του. Το πλοίο περνά από το νησί των Σειρήνων και, ακολουθώντας τις οδηγίες της Κίρκης, ο Οδυσσέας βουλώνει με κερί τ’ αυτιά των συντρόφων πουτον δένουν σφιχτά στο κατάρτι κι ακούει το μαγευτικό τραγούδι τους χωρίς να υποστεί το τραγικό τέλος όσων το είχαν ακούσει. Ύστερα πέρασαν από το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης, όπου τα έξι κεφάλια του φοβερού τέρατος, της Σκύλλας, άρπαξαν έξι συντρόφους του Οδυσσέα.
Μετά έφτασαν στη Θρινακία, το νησί του Ήλιου. Ο Οδυσσέας επανέλαβε στους συντρόφους την προειδοποίηση του Τειρεσία και της Κίρκης ναμην πειράξουν τα βόδια του Ήλιου, αλλά οι άνεμοι για τις επόμενες 30 ημέρες ήταν ενάντιοι, οι προμήθειες τελείωσαν καιοι άντρες άρχισαν να πεινούν. Τελικώς, ενώ ο Οδυσσέας είχε πάει στο εσωτερικό του νησιού γιανα προσευχηθεί στους θεούς να σταματήσουν τους αντίθετους ανέμους, οι ναύτες έσφαξαν και έφαγαν κάποιες από τις αγελάδες. ΟΉλιος παραπονέθηκε στονΔίακαι αυτός, μόλις έφυγαν από το νησί, σήκωσε θύελλα τρομερή και χτύπησε μεκεραυνότο πλοίο. Όλοι οι σύντροφοι του Οδυσσέα χάθηκαν και αυτός έφτασε ύστερα από εννιά μέρες, άθλιος ναυαγός, στην Ωγυγία, στο νησί της θεάς Καλυψώς.
Εδώ τελειώνει η αφήγηση του Οδυσσέα. Οι Φαίακες τον κατευοδώνουν με πλούσια δώρα καιτον φέρνουν μετο πλοίο τους στην Ιθάκη. Κατά την επιστροφή τους, ο οργισμένος Ποσειδώνας μεταμορφώνει το πλοίο σε βράχο.
Η Αθηνά έρχεται και καθοδηγεί τον Οδυσσέα. Του λέει να πάει να συναντήσει τον χοιροβοσκό του, τον Εύμαιο, καιτον μεταμορφώνει σε ελεεινό γέρο ζητιάνο.
Ο Οδυσσέας έρχεται στον Εύμαιο πουτον φιλοξενεί εγκάρδια και θρηνεί γιατον αφέντη τουπου χάθηκε πιακαιγια τις προσβολές του οίκου του από τους μνηστήρες. Ο ζητιάνος-Οδυσσέας του λέει πως είναι Κρητικός και διηγείται φανταστικές του περιπέτειες, καταλήγοντας ότι ο Οδυσσέας έρχεται πίσω του. Ο Εύμαιος δεν πείθεται, αλλά ο Οδυσσέας βεβαιώνεται γιατην αφοσίωσή του.
Η Αθηνά παρουσιάζεται στον Τηλέμαχο που είναι ακόμη στην Σπάρτη, τον παρακινεί να επιστρέψει στην Ιθάκη καιτον συμβουλεύει πώς ν’ αποφύγει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Τηλέμαχος φεύγει με πλούσια δώρα του Μενέλαου και της Ελένης και, πριν μπειστην πόλη της Πύλου, επιβιβάζεται στο πλοίο τουκαι ξεκινά. Μαζί του παίρνει καιτον μάντη Θεοκλύμενο, φυγάδα από το Άργος για φόνο που έκανε εκεί.
Στην Ιθάκη ο ζητιάνος-Οδυσσέας προσποιείται ότι θέλει να ξεκινήσει αμέσως γιατο παλάτι αλλά ο Εύμαιος τον συμβουλεύει να περιμένει τον Τηλέμαχο. Μιλά ύστερα γιατην άθλια ζωή του πατέρα του Οδυσσέα Λαέρτη, γιατον θάνατο της μητέρας του από μαρασμό και διηγείται καιτην δική του θλιβερή ιστορία. Τέλος, φτάνει ο Τηλέμαχος.
Ο Εύμαιος φεύγει γιαν’ αναγγείλει στην Πηνελόπη την επιστροφή του Τηλέμαχου καιη Αθηνά ξαναδίνει στον Οδυσσέα την πραγματική του μορφή. Ο Τηλέμαχος αναγνωρίζει τον πατέρα του, και καταστρώνουν οιδυο τους σχέδια γιατην εξόντωση των μνηστήρων. Αυτοί από την μεριά τους ετοιμάζουν δικά τους σχέδια γιατον θάνατο του Τηλέμαχου που ξέφυγε από την ενέδρα τους. Η Πηνελόπη τα μαθαίνει και τους κατηγορεί κι αυτοί την καθησυχάζουν με απατηλές υποσχέσεις.
Ο Τηλέμαχος επιστρέφει στο παλάτι όπου τον υποδέχονται η Πηνελόπη καιη τροφός Ευρύκλεια. Διηγείται το ταξίδι τουκαι λέει ότι ο Οδυσσέας είναι ακόμη στο νησί της Καλυψώς. Ο Θεοκλύμενος όμως που έχει έρθει μαζί του προφητεύει ότι ο Οδυσσέας έχει φτάσει και ετοιμάζει όλεθρο για τους μνηστήρες.
Ο Εύμαιος καιο ζητιάνος-Οδυσσέας φτάνουν στο παλάτι, όπου ο τελευταίος αναγνωρίζεται από τον γερασμένο σκύλο του Άργο που αμέσως μετά αφήνει την τελευταία του πνοή. Ο Οδυσσέας μπαίνει στην αίθουσα του συμποσίου καιμε προτροπή του Αντίνοου ζητιανεύει από τους μνηστήρες αλλά ο Αντίνοος τον βρίζει καιτον χτυπά. Η Πηνελόπη αγανακτεί μετη συμπεριφορά αυτή και, μαθαίνοντας από τον Εύμαιο ότι ο ξένος είναι ταξιδεμένος και ξέρει γιατον Οδυσσέα, ζητά νατου μιλήσει. Ο Οδυσσέας φροντίζει ν’ αναβληθεί η συνάντηση γιατο βράδυ.
Εμφανίζεται και άλλος ζητιάνος, ο Ίρος. Αγανακτεί μετον Οδυσσέα που ζητιανεύει στα μέρη τουκαιτον προκαλεί. Ο Οδυσσέας προσπαθεί νατον αποφύγει, αλλά ο Αντίνοος τους παρακινεί να πυγμαχήσουν και αθλοθετεί μάλιστα μόνιμη διατροφή γιατον νικητή. Χτυπιούνται και νικά ο Οδυσσέας. Η Πηνελόπη δίνει ελπίδες στους μνηστήρες και τους αποσπά δώρα. Η δούλα της Μελάνθη κιο εραστής της τελευταίας, ο μνηστήρας Ευρύμαχος, κακομεταχειρίζονται τον Οδυσσέα.
Ο Τηλέμαχος με διάφορες προφάσεις απομακρύνει τα όπλα από την μεγάλη αίθουσα και ύστερα αποσύρεται. Η Μελάνθη αποπαίρνει και πάλι τον Οδυσσέα, αλλά η Πηνελόπη την επιπλήττει και αρχίζει να συζητά μετον «ξένο». Του λέει γιατο τέχνασμα μετον πέπλο, αλλά δηλώνει πως δεν αντέχει πια στις πιέσεις των μνηστήρων καιτων γονέων της καιθα πρέπει να ξαναπαντρευτεί. Ο Οδυσσέας μιλά γιατον εαυτό τουκαι της λέει μισές αλήθειες. Στα πλαίσια της φιλοξενίας της Πηνελόπης, η γριά τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια του πλένει τα πόδια, αλλά βλέπει την παλιά πληγή από δόντια κάπρου που είχε καιτον αναγνωρίζει. Ο Οδυσσέας της επιβάλλει σιωπή και συνεχίζει την συζήτηση μετην Πηνελόπη. Αυτή του λέει ότι θα πάρει άντρα της αυτόν πουθα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα καινα διαπεράσει μετο βέλος τις εγκοπές των λεπίδων δώδεκα πελέκεων, πράγμα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να κάνει.
Ο Οδυσσέας αγρυπνά μελετώντας τον όλεθρο των μνηστήρων καιτων γυναικών του παλατιού τουπου συνήψαν σχέσεις μαζί τους, μέχρι πουη Αθηνά «χύνει ύπνο στα ματόφυλλά του». Αλλά ούτε η Πηνελόπη μπορεί να κοιμηθεί. Το πρωί έρχονται βοσκοί του Οδυσσέα πουτον περιγελούν, αλλά αυτός βεβαιώνεται γιατην αφοσίωση ενός ακόμη από τους ανθρώπους του, του Φιλοίτιου. Οι μνηστήρες εντω μεταξύ, προετοιμάζοντας τον χαμό του Τηλέμαχου, περιγελούν τον Οδυσσέα, καθώς καιτον Θεοκλύμενο που προφητεύει τον χαμό τους.
Η Πηνελόπη φέρνει το τόξο καιτην φαρέτρα μετα βέλη, και καλεί τους μνηστήρες να διαγωνιστούν. Όποιος τεντώσει το τόξο και διαπεράσει μετο βέλος τους δώδεκα πελέκεις, θατην κάνει γυναίκα του. Ο Τηλέμαχος επιχειρεί πρώτος γιανα φανεί άξιος γιος του πατέρα του. Τα καταφέρνει σχεδόν, αλλά ο Οδυσσέας του κάνει νόημα κι εγκαταλείπει την προσπάθεια. Οι μνηστήρες αρχίζουν να δοκιμάζουν χωρίς επιτυχία κιο Οδυσσέας παίρνει παράμερα τον Εύμαιο καιτον Φιλοίτιο, αποκαλύπτεται και τους δίνει οδηγίες γιατην παγίδευση των μνηστήρων. ΟΟδυσσέας ξαναμπαίνει στην αίθουσα, όπου εντω μεταξύ έχουν αποτύχει όλοι οι μνηστήρες, και ζητά να δοκιμάσει κι αυτός. ΟΑντίνοος αποκρούει το αίτημα περιφρονητικά, αλλά ηΠηνελόπη δέχεται, μιακαιτο μόνο που μπορεί να κερδίσει ο ξένος είναι πλούσια δώρα. Ο Τηλέμαχος επεμβαίνει, διώχνει την μητέρα του από την αίθουσα κι επιμένει να δοκιμάσει κιο ξένος. ΟΕύμαιος δίνει το τόξο στον Οδυσσέα και παραγγέλει στην Ευρύκλεια να κλείσει καλά όλες τις πόρτες. Ο Οδυσσέας τεντώνει εύκολα το τόξο, οι μνηστήρες χλωμιάζουν κιοΔίας στέλνει βροντή, θεϊκό σημάδι. Το βέλος του Οδυσσέα διαπερνά τους πελέκεις κιοΤηλέμαχος έρχεται δίπλα του ζωσμένος τα όπλα του.
Ο Οδυσσέας πετά τα κουρέλια του, παίρνει άλλο βέλος και σκοτώνει τον Αντίνοο. Λέει στους μνηστήρες ποιος είναι και ότι τώρα θα πληρώσουν για όλα. Ο Ευρύμαχος προτείνει αποζημίωση, ο Οδυσσέας αρνείται καιοι μνηστήρες αποφασίζουν ν’ αντισταθούν έστω καιμετα κοντομάχαιρά τους. Ο Οδυσσέας τοξεύει καιτον Ευρύμαχο κιο Τηλέμαχος σκοτώνει τον Αμφίνομο. Όσο είχε βέλη ο Οδυσσέας σκότωνε μνηστήρες και ύστερα φόρεσαν πανοπλίες, αυτός, ο Τηλέμαχος, ο Εύμαιος κιο Φιλοίτιος. Αλλά καιοι μνηστήρες οπλίζονται, με προδοσία ενός άλλου βοσκού του Οδυσσέα. Αρχίζει η φονική σύγκρουση και τελικά, μετην απαραίτητη βοήθεια της Αθηνάς, οι μνηστήρες εξολοθρεύονται όλοι. Με θάνατο τιμωρούνται επίσης οι δούλες που είχαν σχέσεις με τους μνηστήρες καιο βοσκός που πρόδωσε. Ύστερα ο Οδυσσέας έκανε καθαρμό μεθειάφιγιατο φοβερό φονικό.
Η Ευρύκλεια φέρνει στην Πηνελόπη την είδηση γιατην επιστροφή του Οδυσσέα καιτον φόνο των μνηστήρων αλλά αυτή δεν μπορεί νατην πιστέψει : «Κάποιος θεός τους σκότωσε γιατα άνομά τους έργα». Ο Οδυσσέας διατάζει ναμην μαθευτεί ακόμη ο φόνος των μνηστήρων στην πόλη και καταστρώνει σχέδια γιατην άμυνα έναντι των συγγενών τους. Όταν οι δύο σύζυγοι συναντιούνται τελικά, ο ζητιάνος έχει πάλι το παράστημα καιτην ομορφιά του Οδυσσέα αλλά η Πηνελόπη διστάζει ακόμη και επιχειρεί νατου στήσει μια μικρή παγίδα. Προστάζει την Ευρύκλεια να στρώσει στον Οδυσσέα να κοιμηθεί στο νυφικό κρεβάτι που βρίσκεται -δήθεν- έξω από την κρεβατοκάμαρα. Ο Οδυσσέας αγανακτεί : Ποιος ήταν αυτός που μετακίνησε το κρεβάτι του, αλλά και πώς μπόρεσε, που αυτός ο ίδιος το έκανε αμετακίνητο καιτο στόλισε με χρυσάφι, φίλντισι κι ασήμι ; Μετά από αυτές τις λεπτομέρειες η Πηνελόπη πείθεται επί τέλους κι αγκαλιάζονται κλαίγοντας. Η νύχτα -πουη Αθηνά φροντίζει νατην επιμηκύνει- περνά με έρωτα και διηγήσεις των παθημάτων τους. Ύστερα ο Οδυσσέας πηγαίνει στην εξοχή γιανα συναντήσει τον πατέρα του Λαέρτη.
Οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων φτάνουν στον Άδη κι εκεί διηγούνται τοτι συνέβη στους νεκρούς φίλους του Οδυσσέα, Αχιλλέα, Αγαμέμνονα, Αίαντα. Ο Αγαμέμνων βέβαια κάνει την σύγκριση Πηνελόπης και Κλυταιμνήστρας. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στον υπέργηρο πατέρα του Λαέρτη που είχε αποσυρθεί σ’ ένα κτήμα. Αρχικά παρουσιάζεται σαν ξένος, αλλά τελικά φανερώνει ποιος είναι. Όταν η είδηση της σφαγής των μνηστήρων διαδίδεται στην πόλη, οι συγγενείς τους οπλίζονται κι επιτίθενται στον Οδυσσέα και στους δικούς του. Με παρέμβαση της Αθηνάς η επίθεση αποκρούεται και επέρχεται συμφιλίωση.
↑«Ο πατέρας μου φροντίζοντας ναμε κάνει σωστό άνθρωπο με έβαλε να μάθω τα έπη του Ομήρου και τώρα μπορώ νατα απαγγείλω καιτα δύο απ΄έξω» (Ξενοφών "Συμπόσιο" ΙΙΙ,5