Pferd
Μετάβαση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Pferd | die | Pferde |
γενική | des | Pferds Pferdes |
der | Pferde |
δοτική | dem | Pferd Pferde |
den | Pferden |
αιτιατική | das | Pferd | die | Pferde |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Pferd < παλαιά άνω γερμανική pfarifrit
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Pferd (de) ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο)
τ ο άλογο
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Pferdchen
- Pferdeapfel
- Pferdefleisch
- Pferdefuhrwerk
- Pferdefuß
- Pferdegeschirr
- Pferdegesicht
- Pferdekunde
- Pferdestärke
- Pferdewagen
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- trojanisches Pferd - δούρειος ίππος
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Pferd < → λείπει
η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Pferd αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από
τ α παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (γερμανικά) - Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (γερμανικά) - Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Θηλαστικά (γερμανικά)
- Ζώα (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)