έντυπο
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | έντυπ |
έντυπ | ||
γενική | εντύπ & έντυπ |
εντύπ | ||
αιτιατική | έντυπ |
έντυπ | ||
κλητική | έντυπ |
έντυπ | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έντυπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο
τ ο υ επιθέτου έντυπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έντυπο ουδέτερο
- οτιδήποτε παράγεται
μ ε εκτύπωσησ ε χαρτί, φυλλάδιο, έγγραφο, εφημερίδα, περιοδικόκ .α .- διαφημιστικό έντυπο
- έντυπο αίτησης