a priori

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: à priori

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

Έκφραση

[επεξεργασία]

a priori

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

Έκφραση

[επεξεργασία]

a priori



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
a priori < (λόγιο δάνειο) νεολατινική a priori

Έκφραση

[επεξεργασία]

a priori (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • à priori (ορθογραφία τたうοおみくろんυうぷしろん 1990)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]
  • (παραδοσιακή ορθογραφία) a posteriori
  • (ορθογραφία τたうοおみくろんυうぷしろん 1990) à posteriori



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
a priori νεολατινικά < λατινική a (από) & prior, συγκριτικός βαθμός τたうοおみくろんυうぷしろん primus (πρώτος) • Ηいーた Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη μみゅーεいぷしろん τεκμηρίωση. Μπορείτε νにゅーαあるふぁ βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /a pɾiˈɔ.ɾi/

Έκφραση

[επεξεργασία]

a priori κかっぱαあるふぁιいおた αあるふぁ πριόρι, άκλιτο

  • (νεολατινικά)
    1. από πぱいρろーιいおたνにゅー, εいぷしろんκかっぱ τたうωおめがνにゅー προτέρων, τたうοおみくろん έγκυρο πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー χρειάζεται νにゅーαあるふぁ αποδειχτεί, εいぷしろんξくしー ορισμού σωστό γιατί τたうοおみくろん αντίθετο θしーたαあるふぁ ήταν παράλογο, αυτό πぱいοおみくろんυうぷしろん παίρνουμε ως δεδομένο
    2. (λογική) λέγεται γがんまιいおたαあるふぁ γνώση πぱいοおみくろんυうぷしろん προϋπάρχει μみゅーεいぷしろん βάση τたうηいーたνにゅー καθαρή λογική κかっぱιいおた όχι τたうηいーたνにゅー εμπειρία, αυτό πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー χρειάζεται νにゅーαあるふぁ αποδείξεις ή νにゅーαあるふぁ βιώσεις

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Χρησιμοποιείται ως όρος από πολλές γλώσσες τたうοおみくろんυうぷしろん δυτικού κόσμου ως διαγλωσσικός όρος.