chute
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chute | chutes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chute (en)
- ένας σωλήνας ή ένας διάδρομος κάτω από
τ η ν οποία μπορούνν α γλιστρήσουν άνθρωποι ή πράγματα - (ανεπίσημο) συνηρημένη μορφή
τ ο υ parachute
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chute | chutes |
chute (fr) θηλυκό