pilotis
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pilotis < pilot + -is < pile < λατινική pila (κολόνα, στήλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ǵ-- (επισκευάζω, ενισχύω)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pilotis (fr) αρσενικό