pilotis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pilotis < pilot + -is < pile < λατινική pila (κολόνα, στήλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ǵ-- (επισκευάζω, ενισχύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /pi.lɔˈti/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pilotis (fr) αρσενικό

  1. o χοντρός ξύλινος πάσσαλος πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμεύει σしぐまτたうηいーた ηいーた θεμελίωση σπιτιών σしぐまτたうοおみくろん νερό ή σしぐまεいぷしろん ασταθές έδαφος
    Bâtir sur pilotis.
  2. (αρχιτεκτονική) ηいーた πιλοτή, ηいーた πυλωτή

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]