πάσσαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん πάσσαλος οおみくろんιいおた πάσσαλοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん πασσάλοおみくろんυうぷしろん
πάσσαλοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー πασσάλωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー πάσσαλοおみくろん τους πασσάλους
πάσσαλους
     κλητική πάσσαλεいぷしろん πάσσαλοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάσσαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσσαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάσσαλος αρσενικό

  • ξύλινη, μεταλλική (ή κかっぱιいおた από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευή μみゅーεいぷしろん μυτερή άκρη, πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ περιφράξουμε κάτι ή γενικά σしぐまτたうηいーたνにゅー οικοδομική
  1. χοντρό ραβδί από ξύλο ή από μέταλλο πぱいοおみくろんυうぷしろん ηいーた άκρη τたうοおみくろんυうぷしろん είναι μυτερή
  2. συνώνυμο τたうοおみくろんυうぷしろん παλούκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πぱいαあるふぁσしぐまσしぐまλらむだ-
ονομαστική πάσσαλος οおみくろん πάσσαλοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろん πασσάλοおみくろんυうぷしろん
πάσσαλόφι (επικός)
τたうνにゅー πασσάλωおめがνにゅー
      δοτική τたう πασσάλ τたうοおみくろんῖς πασσάλοις
    αιτιατική τたうνにゅー πάσσαλοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんὺς πασσάλους
     κλητική ! πάσσαλεいぷしろん πάσσαλοおみくろんιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  πασσάλωおめが
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  πασσάλοおみくろんιいおたνにゅー
2ηいーた κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάσσαλος ήδη σしぐまτたうοおみくろんνにゅー Όμηρο < πήγνυμι • Ηいーた Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη μみゅーεいぷしろん τεκμηρίωση. Μπορείτε νにゅーαあるふぁ βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: pessulus, νέα ελληνικά: πάσσαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάσσαλος, -οおみくろんυうぷしろん αρσενικό, (ιωνικός τύπος )

  1. ξύλινο καρφί σしぐまεいぷしろん τοίχο γがんまιいおたαあるふぁ κρέμασμα αντικειμένων
    ※  8ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θしーた. Ὀδυσσέως σύστασις πぱいρろーὸς Φαίακας.), στίχ. 105 (105-108)
    κかっぱδでるた δでるた᾽ ἐκかっぱ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν, | Δημοδόκου δでるた᾽ ἕλらむだεいぷしろん χかいεいぷしろんρろーαあるふぁ κかっぱαあるふぁὶ ἔξαγεν ἐκかっぱ μεγάροιο | κかっぱῆρυξ· ἄρχε δでるたτたうαあるふぁτたうνにゅーδでるたνにゅーνにゅー πぱいεいぷしろんρろー οおみくろんἱ ἄλλοι | Φαιήκων οおみくろんἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες.
    Τότε κかっぱιいおた οおみくろん κήρυκας κρέμασε πάλι τたうηいーた μελωδική κιθάρα | σしぐまτたうοおみくろん ίδιο ξύλινο καρφί, πήρε αあるふぁπぱいτたうοおみくろん χέρι τたうοおみくろんνにゅー Δημόδοκο | κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろんνにゅー οδήγησε έξω από τたうοおみくろん παλάτι σしぐまτたうοおみくろんνにゅー δρόμο πぱいοおみくろんυうぷしろん πορεύονταν | οおみくろんιいおた πρώτοι τたうωおめがνにゅー Φαιάκων, νにゅーαあるふぁ δでるたοおみくろんυうぷしろんνにゅー κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ θαυμάσουν τたうαあるふぁ αγωνίσματα.
    Μετάφραση σしぐまεいぷしろん πεζό (2006): Δημήτρης Νにゅー. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 72.4
    χαλινοὺς δでるたκかっぱαあるふぁὶ στόμια ἐμβαλόντες ἐς τたうοおみくろんὺς ἵππους κατατείνουσι ἐς τたうὸ πρόσθε αあるふぁτたうνにゅー κかっぱαあるふぁὶ ἔπειτα ἐκかっぱ πασσάλων δέουσι.
    βάζουν σしぐまτたうαあるふぁ άλογα χαλινάρι κかっぱαあるふぁιいおた γκέμια, τたうαあるふぁ τεντώνουν προς τたうαあるふぁ εμπρός κかっぱιいおた ύστερα τたうαあるふぁ δένουν σしぐまεいぷしろん πασσάλους.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας Εいぷしろんὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1122 (1120-1123)
    χかいωおめがρろーεいぷしろんδでるたὲ πρύμναν· οおみくろんγがんまρろー ἐς κかっぱαあるふぁιいおたρろーνにゅー τたうυうぷしろんπぱいεいぷしろんὶς | ἐτύγχαν᾽· ἐξέλκει δでるたκかっぱαあるふぁὶ παραστάδος | κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας | ἔστη ᾽πぱいὶ βωμοῦ γοργὸς ὁπλίτης ἰδでるたεいぷしろんνにゅー,
    Τραβιέται προς τたうαあるふぁ πίσω, αφού δでるたεいぷしろんνにゅー ήτανε | βαριά χτυπημένος κかっぱιいおた αρπάζοντας | από τたうαあるふぁ ξύλινα καρφιά τたうοおみくろんυうぷしろん πρόναου τたうαあるふぁ όπλα πぱいοおみくろんυうぷしろん ήταν κρεμασμένα εκεί, | στάθηκε πάνω σしぐまτたうοおみくろんνにゅー βωμό ξαγριεμένος
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σしぐま. Ιいおた. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. φίμωτρο
  3. σφήνα γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ ανοίγουν τρύπες
  4. (μεταφορικά) τたうοおみくろん πέος
    → δείτε παράθεμα σしぐまτたうοおみくろん πάτταλος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]