ΤοΕπαναστάτης χωρίς αιτία (αγγλ.: Rebel Without a Cause) είναι αμερικανικό δράμα παραγωγής 1955, σε σκηνοθεσία τουΝίκολας Ρέι. Αντικείμενο της ταινίας είναι η ιστορία μιας ομάδας προβληματισμένων εφήβων, μέσω της οποίας ο Ρέι ασκεί κριτική πάνω στον αμερικανικό τρόπο ζωής. Η ταινία αποτελεί στροφή πάνω στη θεματολογία του σκηνοθέτη, που μέχρι εκείνη την περίοδο δημιουργούσε ταινίες με θέμα τον κόσμο της παρανομίας σε μεγάλα αστικά κέντρα.[1][2]Μετην πάροδο των χρόνων η ταινία έλαβε θρυλική υπόσταση χάρη στην ερμηνεία τουΤζέιμς Ντιν (στον διασημότερό του ρόλο), ο οποίος απεβίωσε σε τροχαίο δυστύχημα στις 30 Σεπτεμβρίου 1955, πριν την πρεμιέρα της στους κινηματογράφους. ΟΝτιν υποδύεται τον Τζίμι Σταρκ, το καινούργιο αγόρι σεμια μικρή πόλη, που υπακούει τους γονείς του, ερωτεύεται τηνπιο δημοφιλή κοπέλα του σχολείου και έρχεται σε σύγκρουση με τους νταήδες της τάξης του. Ο Ρέι μέσα από την ιστορία του πρωταγωνιστή αποπειράται να παρουσιάσει την ηθική παρακμή της αμερικανικής νεολαίας, την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων καιτοχάσμα των γενεών.
ΣτοΛος Άντζελες γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο έφηβος Τζίμι Σταρκ (Τζέιμς Ντιν) συλλαμβάνεται και οδηγείται στο τμήμα ανηλίκων ενός αστυνομικού τμήματος μεθυσμένος. Στο τμήμα συναντά τονΤζον "Πλάτο" Κρόφορντ (Σαλ Μίνεο), ο οποίος προσήχθη επειδή σκότωσε μερικά κουτάβια, καιτη Τζούντι (Νάταλι Γουντ), που προσήχθη για παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Οι τρεις χαρακτήρες χωριστά αποκαλύπτουν τις πλέον εσωτερικές τους απογοητεύσεις στους αξιωματικούς: καιοι τρεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στο σπίτι.
Ο Τζίμι βασανίζεται από τους διαρκώς τσακωμένους γονείς του, τονΦρανκκαιτην Κάρολ, αλλά ακόμη περισσότερο από την αποτυχία του συνεσταλμένου πατέρα τουνα σταθεί απέναντι στη Κάρολ. Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο από τη παρεμβατική μητέρα τουΦρανκ. Οι απογοητεύσεις του γίνονται φανερές στον αστυνομικό Ρέι Φρέμικ, ενώ ο Τζίμι βρίσκεται υπό κράτηση. Η Τζούντι είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της την αγνοεί επειδή δεν είναι πια κοριτσάκι, για αυτό και ντύνεται με φανταχτερά ρούχα γιανα τραβήξει τη προσοχή, κάτι όμως που κάνει τον πατέρα της νατην αποκαλέσει "βρώμικη αλήτισσα". Ο πατέρας του Πλάτο εγκατέλειψε την οικογένεια καιη μητέρα του λείπει συχνά από το σπίτι, αφήνοντας τον ίδιο στη φροντίδα της οικονόμου.
Στο δρόμο τουγιατη πρώτη μέρα στο σχολείο, ο Τζίμι συναντά ξανά τη Τζούντι και τής προτείνει να περπατήσουν μαζί μέχρι το σχολείο. Φαινομενικά εκείνη δεν εντυπωσιάζεται από τον Τζίμι, αρνείται καιαντ' αυτού την συνοδεύουν οι "φίλοι" της, μία συμμορία νεαρών παραβατών με επικεφαλής τονΜπαζ Γκάντερσον. Ο Τζίμι αποφεύγει τους υπόλοιπους μαθητές, αλλά γίνεται φίλος μετον Πλάτο, ο οποίος έρχεται να ειδωλοποιήσει τον Τζίμι ως μία πατρική φιγούρα.
Μετά από μία εκδρομή στο Αστεροσκοπείο Γκρίφιθ, οΜπαζ προκαλεί τον Τζίμι σεμια μάχη με μαχαίρια. Ο Τζίμι υπερτερεί τουΜπαζκαι έπειτα πετά το δικό του μαχαίρι μακριά. Γιανα διατηρήσει την ιδιότητα του ως αρχηγός συμμορίας, οΜπαζ προτείνει να κλέψουν μερικά αυτοκίνητα γιανα κάνουν έναν αγώνα σε παραθαλάσσιο βράχο. Στο σπίτι, ο Τζίμι ρωτά τον πατέρα του σχετικά μετην υπεράσπιση της τιμής σε μία επικίνδυνη κατάσταση, αλλά οΦρανκτον συμβουλεύει ναμην αντιμετωπίσει κάθε είδους αντιπαράθεση. Εκείνο το βράδυ, κατά τη διάρκεια του αγώνα, οΜπαζ πέφτει στο γκρεμό και χάνει τη ζωή του όταν το λουράκι στο μανίκι του μπουφάν του μπλέκεται μετο χερούλι της πόρτας, εμποδίζοντας τονναβγει από το αυτοκίνητο. Καθώς η αστυνομία πλησιάζει, η συμμορία τρέπεται σε φυγή, αφήνοντας πίσω τη Τζούντι. Ο Τζίμι την πείθει να φύγουν μαζί μετον Πλάτο.
Ο Τζίμι έρχεται αντιμέτωπος μετον πατέρα του ενώ η μητέρα του παρακολουθεί. Αργότερα εκμυστηρεύεται στους γονείς του ότι συμμετείχε στο δυστύχημα και σκέφτεται να παραδοθεί. Όταν η Κάρολ δηλώνει ότι μετακομίζουν ξανά, ο Τζίμι παρακαλεί τονΦρανκνατον υπερασπιστεί. Όταν οΦρανκ αρνείται, ο Τζίμι τού επιτίθεται απογοητευμένος καιστη συνέχεια φεύγει με κατεύθυνση το αστυνομικό τμήμα γιανα ομολογήσει, όμως ο αξιωματικός απουσιάζει. Ο Τζίμι επιστρέφει στο σπίτι και βρίσκει τη Τζούντι νατον περιμένει. Ζητάει συγνώμη γιατην συμπεριφορά της απέναντί του λόγω της πίεσης των συνομηλίκων της καιοι δύο τους αρχίζουν να ερωτεύονται. Συμφωνώντας ναμην επιστρέψουν ποτέ στα σπίτια τους, ο Τζίμι προτείνει να επισκεφτούν ένα παλιό έρημο αρχοντικό γιατο οποίο τού είχε πειο Πλάτο.
Εντω μεταξύ, ο Πλάτο αναχαιτίζεται από τρία μέλη της συμμορίας τουΜπαζ, που είναι πεπεισμένοι ότι ο Τζίμι τους πρόδωσε στην αστυνομία. Κλέβουν την ατζέντα διευθύνσεων του Πλάτο και καταδιώκουν τον Τζίμι. Ο Πλάτο παίρνει το όπλο της μητέρας τουκαι φεύγει γιανα προειδοποιήσει τον Τζίμι καιτη Τζούντι, βρίσκοντας τους στην έπαυλη. Οι τρεις τους ξεκινούν μία φαντασίωση ως οικογένεια. Ο Πλάτο αποκοιμιέται και τότε ο Τζίμι καιη Τζούντι φεύγουν γιανα εξερευνήσουν την έπαυλη και δίνουν το πρώτο τους φιλί. Η συμμορία τουΜπαζ βρίσκει και ξυπνά τον Πλάτο, ο οποίος φοβισμένος πυροβολεί και τραυματίζει ένα μέλος της συμμορίας. Όταν ο Τζίμι επιστρέφει, προσπαθεί να συγκρατήσει τον Πλάτο, ο οποίος τρέπεται σε φυγή κατηγορώντας τον Τζίμι ότι τον εγκατέλειψε.
Ο Πλάτο τρέχει στο αστεροσκοπείο και οχυρώνεται στο εσωτερικό καθώς έξω συγκεντρώνονται περισσότεροι αστυνομικοί, συμπεριλαμβανομένου του Φρέμικ, ο οποίος μαζί μετονΦρανκκαιτην Κάρολ αναζητούν τον Τζίμι. Ο Τζίμι καιη Τζούντι ακολουθούν τον Πλάτο στο παρατηρητήριο, όπου ο Τζίμι πείθει τον Πλάτο να ανταλλάξει το όπλο μετη κόκκινη ζακέτα του. Ο Τζίμι αφαιρεί κρυφά τις σφαίρες πριντου επιστρέψει το όπλο και έπειτα οδηγεί τον Πλάτο έξω. Αλλά όταν οι αστυνομικοί παρατηρούν ότι ο Πλάτο έχει ακόμα το όπλο, τον πυροβολούν θανάσιμα, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Τζίμι είχε αφαιρέσει τις σφαίρες. ΟΦρανκ παρηγορεί τον θλιμμένο γιοτου, ορκιζόμενος να γίνει πιο δυνατός πατέρας. Συμφιλιωμένος τώρα με τους γονείς του, ο Τζίμι τούς συστήνει τη Τζούντι.
Η εταιρία Warner Bros. αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου του Ρόμπερτ Λίντερ με τίτλο Rebel Without a Cause: The Hypnoanalysis of a Criminal Psychopathμε σκοπό τη δημιουργία ταινίας βασισμένη σε αυτό. Όλες οι προσπάθειες τουνα γραφτεί το κατάλληλο σενάριο κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940 απεδείχθησαν αποτυχημένες. Το 1947 οΜάρλον Μπράντο πέρασε από ακρόαση, στην οποία κλήθηκε να ερμηνεύσει κομμάτι τουμη ολοκληρωμένου ακόμα σεναρίου. Η πλοκή του σεναρίου το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο τέλος γιατην ταινία, ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη του βιβλίου του Λίντερ. Ο Έρβιν Σούλμαν ήταν ο πρώτος σεναριογράφοςπου εργάστηκε στη συγγραφή του σεναρίου. Ο Σούλμαν ήθελε να αλλάξει το όνομα του πρωταγωνιστή σε Χέραν Ντεβίλ, σύμφωνα μετα γραφόμενα του Γιούργκεν Μίλερ στο βιβλίο τουMovies of the '50s. Ο Σούλμαν έγραψε μερικές από τις σκηνές της ταινίας, πολλές από τις οποίες κόπηκαν στο μοντάζ μετη δικαιολογία ότι ήταν προκλητικές γιατην εποχή.
Ο ρόλος του επαναστάτη Τζίμι Σταρκ ανατέθηκε στο ανερχόμενο αστέρι της περιόδου Τζέιμς Ντιν. Γιατο ρόλο της Τζούντι πέρασαν από ακρόαση η Μάργκαρετ Ομπράιεν, ηΝτέμπι ΡέινολντςκαιηΤζέιν Μάνσφιλντ, τις οποίες ο Ρέι θεώρησε ακατάλληλες γιατο ρόλο. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Νίκολας Ρέι δεν ήθελε τη Νάταλι Γουντγιατο ρόλο της Τζούντι, καθώς θεωρούσε ότι η ηθοποιός δεν ήταν σε θέση να υποδυθεί το παλιοκόριτσο. Σύμφωνα μετη βιογραφία της Γουντ, ο σκηνοθέτης άλλαξε γνώμη όταν ένα βράδυ πουη ηθοποιός επέστρεφε από ένα ξέφρενο πάρτι με φίλους είχε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο Ρέι τότε έσπευσε στο νοσοκομείο γιανατηδει. Η ηθοποιός βρισκόταν σε ντελίριο καιο σκηνοθέτης άκουσε τον γιατρό νατην αποκαλεί παλιοκόριτσο. Τότε ηΓουντ είπε στον Ρέι: Άκουσες πως με αποκάλεσε Νικ; Τώρα μπορώ να έχω τον ρόλο; .
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 28 Μαρτίου του 1955 και ολοκληρώθηκαν στις 25 Μαΐου του 1955. Η ταινία αρχικά επρόκειτο να γυριστεί σε ασπρόμαυρη εικόνα, αλλά οΤζακ Γουόρνερ κατάλαβε ότι επρόκειτο να γίνει τεράστια επιτυχία, καθώς ο Τζέιμς Ντιν προοριζόταν για μεγάλη καριέρα και αποφάσισε ότι θα ήταν προτιμότερο να γύριζαν την ταινία σε έγχρωμη εικόνα. Κάποιες σκηνές που είχαν ήδη γυριστεί έπρεπε να γυριστούν ξανά με χρώμα.
Σύμφωνα μετο σενάριο, η πρώτη σκηνή της ταινίας επρόκειτο να απεικονίσει έναν πατέρα που κρατούσε στα χέρια του ένα παιχνίδι. Μια ομάδα εφήβων επρόκειτο νατον ξυλοκοπήσει, αφήνοντας να πέσει από τα χέρια τουτο παιχνίδι. Ο ήρωας της ταινίας Τζίμι Σταρκ, σε κατάσταση μέθης, επρόκειτο ναβρειτο παιχνίδι καινα αρχίσει να παίζει μαζί του. Η σκηνή αυτή θεωρήθηκε πολύ βίαιη και αφαιρέθηκε από την ταινία. Το άνοιγμα της ταινίας παρουσιάζει τον Τζίμι Σταρκνα παίζει μετο παιχνίδι, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην προέλευσή του.
Σύμφωνα μετο άρθρο Dangerous Talentsπου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Vanity Fairτο 2005, ο Νίκολας Ρέι, ο σεναριογράφος Στιούαρτ Στερν, ο Τζέιμς ΝτινκιοΣαλ Μίνεο, ήθελαν να αφήσουν υπόνοιες πάνω στις σεξουαλικές προτιμήσεις του Πλάτο (τον οποίον υποδύεται ο Μίνεο). Το αρχικό σενάριο τον περιέγραφε ως ομοφυλόφιλο, αλλά οΚώδικας Λογοκρισίας του Χέιζ, που είχε ακόμη ισχύ κατά τη δεκαετία του 1950, απαγόρευε οποιαδήποτε νύξη πάνω στο θέμα. Οι τέσσερις άνδρες συνεργάστηκαν ώστε να προσθέσουν στοιχεία στην ταινία που προσανατολίζουν το θεατή πάνω στις προτιμήσεις του Πλάτο. Παράδειγμα αποτελούν η φωτογραφία του ηθοποιού Άλαν Λανττην οποία είχε κρυμμένη στο ερμάρι τουο Πλάτο, ο τρόπος μετον οποίο ο Μίνεο κοιτάζει τονΝτιν καθώς καιη αναφορά στονΠλάτωνα μέσω του ονόματος του ήρωα.
ΤοΕπαναστάτης χωρίς αιτία θεωρείται από πολλούς καταραμένη ταινία, καθώς καιοι τρεις πρωταγωνιστές της πέθαναν πρόωρα και υπό ανεξήγητες συνθήκες.[4][5]Την αρχή έκανε ο Τζέιμς Ντινπου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Σεπτέμβριο του 1955. ΟΣαλ Μίνεο δολοφονήθηκε το 1976 σε ηλικία 37 ετών σε ένα σοκάκι πίσω από την πολυκατοικία στην οποία διέμενε στοΧόλιγουντ, ενώ η Νάταλι Γουντ σκοτώθηκε το 1981, ενώ βρισκόταν σε κρουαζιέρα μετο σύζυγό της, Ρόμπερτ Βάγκνερ. ΗΓουντ βρέθηκε πνιγμένη κοντά στο νησί της Σάντα Καταλίνα της Καλιφόρνιακαιτο μυστήριο του θανάτου της παραμένει ανεξήγητο, καθώς ήταν γνωστό ότι η ηθοποιός δεν ήξερε κολύμπι.
Η ταινία, έχοντας προϋπολογισμό 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων έκανε εισπράξεις 4,5 εκατομμυρίων[6]και θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία γιατην εποχή καιοι κριτικοί της εποχής επαίνεσαν την ερμηνεία τουΝτινκαιτων συμπρωταγωνιστών του.
Η ιστοσελίδα των κριτικών Rotten Tomatoes δίνει στην ταινία βαθμολογία 95%.[7]