ΗΕπαρχία της Σπανίας (λατινικά: Provincia Spaniae) υπήρξε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ του 6ουκαι 7ου αιώνα. Αποτέλεσε τηνπιο δυτική επαρχία της Αυτοκρατορίας και προέκυψε ως αποτέλεσμα των εκστρατειών τουΙουστινιανού Α΄που είχαν ως σκοπό την ανασύσταση της ευρύτερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η επικράτειά του εντοπίζεται στη σημερινή νότια ΙσπανίακαιΠορτογαλία, στις πρώην ρωμαϊκές επαρχίες της Βαιτικήςκαι της Καρχηδονιακής.[1]Τα εδάφη αυτά είχαν αποτελέσει πριντην βυζαντινή κατάκτηση μέρος τουΒησιγοτθικού Βασιλείου του Τολέδο, το οποίο καιεν τέλει ήταν αυτό πουτα ανέκτησε. Η σημερινή ισπανική πόλη Θέουτα επίσης ανήκε στην Αυτοκρατορία, ανκαι ήταν μέρος της επαρχίας της Δεύτερης Μαυριτανίας.
Οι πηγές που αναφέρονται στην αυτοκρατορική παρουσία στην νότια Ιβηρίαδεν είναι ιδιαίτερα γλαφυρές. Ο μόνος βυζαντινός συγγραφέας που αναφέρεται μερικώς στα γεγονότα που οδήγησαν στην εμπλοκή του αυτοκρατορικού στρατού στις εσωτερικές διαμάχες των Βησιγότθων είναι οΙορδάνηςστο βιβλίο τουGetica («Περί της καταγωγής και πράξεων των Γότθων/Γετών»).[2]Η κύρια πηγή είναι ηHistoria GothorumτουΙσιδώρου της Σεβίλλης, πουεν τούτοις είναι ξεκάθαρα ταγμένη υπέρ τουΒησιγοτθικού Βασιλείου.
Το κύριο σχετικό αρχαιολογικό εύρημα είναι ηΠλάκα του Κομεντιόλου, μια αναθεματική στήλη των τειχών της βυζαντινής πρωτεύουσας της επαρχίας, Καρθαγένης.
Ήδη από το 546 ένα βυζαντινό στράτευμα είχε νικήσει τον γότθο βασιλιά Θεύδι και είχα κατακτήσει τηΘέουτα. Η πρώην ρωμαϊκή περιοχή της Ιβηρίας είχε τεθεί ως ο νέος στόχος της κατακτητικής ορμής του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, μετά την ανάκτηση και της επαρχίας της Αφρικής (το 533 από τους Βάνδαλους) και της Ιταλίας (το 554 από τους Οστρογότθους). Μετην κατάληψη των Βαλεαρίδων Νήσων, η Αυτοκρατορία απέκτησε άμεσο έλεγχο στo Στενό του Γιβραλτάρκαι ήταν σε θέση να αποτρέψει μια πιθανή βησιγοτθική απόβαση στην Αφρική.[3] Σύμφωνα μετον Ισίδωρο της Σεβίλης, το 552 ο αυτοκράτορας υπέγραψε μια συμφωνία μετον βησιγότθο ευγενή Αθαναγίλδο, βάσει της οποίας του υπόσχετο στρατιωτική βοήθεια στις διαμάχες του εναντίον του γότθου μονάρχη Άγιλα.[2] Πιθανότατα η συμφωνία περιελάμβανε την παράδοση στην Αυτοκρατορία παραλιακών εδαφών.
Η βυζαντινή απόβαση έλαβε χώρα στηνΚαρθαγένη. Η ανίσχυρη βησιγοτθική παρουσία στο νότο της Ιβηρικής, σε συνδυασμό μετον ισχυρά ρωμαϊκό χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής λειτούργησε θετικά για τους βυζαντινούς που έφτασαν μέχρι καιτην πρώην ρωμαϊκή μητρόπολη, Κορδούη.[4] Ένα άλλο σώμα είχε αποβιβαστεί στηνΜάλακακαι είχε προχωρήσει μέσω της Ίσπαλις μέχρι τηΕμέριτα Αουγκούστα. Ωστόσο, η δολοφονία του Άγιλα καιη συσπείρωση των Βησιγότθων γύρω από το νέο βασιλειά, Αθαναγίλδο, οδήγησε σε ήττα το δεύτερο αυτό σώμα και απέτρεψε την δημιουργία κοινού μετώπου προς το βορρά.
Η αντεπίθεση των βησιγότθων περιόρισε τους βυζαντινούς, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να είχαν σκοπό να ανακτήσουν ολόκληρη την Ιβηρία.[5] Εκεί, με πρωτεύουσα τηνΚαρθαγένη, τότε Carthago Spartaria, ιδρύθηκε η επαρχία της Σπανίας. Η πρωτεύουσα ανοικοδομήθηκε (είχε καταστραφεί από τους Βάνδαλους έναν αιώνα πριν) και ενισχύθηκε με αμυντικά έργα.[6] Τουλάχιστον μέχρι το 572 πιθανολογείται ότι η Αυτοκρατορία ήλεγχε βόρεια μέχρι τηνΚορδούηκαι δυτικά μέχρι τηνΑσιδόνα, τηνΚαρτηίακαιταΓάδειρα όπου έχουν βρεθεί βυζαντινές επιγραφές.[2][7]
Από το 572 και μέχρι το θάνατό του, ο βησιγότθος μονάρχης Λεοβίγιλδος ανέκτησε σημαντικό μέρος των δυτικών περιοχών της επαρχίας.[8]Το 613 μάλλον έπεσε η Μάλαγα[9]καιτο οριστικό τέλος της επαρχίας μάλλον επήλθε το 624, όταν και κατακτήθηκε η Καρθαγένη που καταστράφηκε ολοσχερώς.[10]
Μεταξύ των δύο σφαιρών επιρροής του νότου της Ιβηρικής, της βυζαντινής καιτη βησιγοτθικής, υφίστατο ένα ουσιαστικό ιδεολογικό σύνορο που προστίθετο στο αντίστοιχο στρατιωτικό. Οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν τους Βησιγότθους αρχικά ως αιρετικούς αρειανιστές και μετά την μεταστροφή τους στον νικαϊκό χριστιανισμό ως απλώς «βαρβάρους»[11] ενώ οι Βησιγότθοι έβλεπαν την βυζαντινή παρουσία εχθρική και βάρβαρη. Ωστόσο οισε καμία περίπτωση δεν έζησαν απομονωμένες η μία από την άλλη. Παρά την διαρκή επιφυλακή στην οποία βρίσκονταν οι δύο πλευρές καιτην ιδεολογική αντιπαλότητα που τους χώριζε, υφίσταντο διαρκείς οικονομικές και διπλωματικές ανταλλαγές.[11]