ΟΙσίδωρος της Σεβίλλης (λατινικά: Isidorus Hispalensis) ήταν μελετητής καιγια πάνω από τρεις δεκαετίες Αρχιεπίσκοπος της Σεβίλλης. Θεωρείται ευρέως ως «ο τελευταίος λόγιος του αρχαίου κόσμου».[4]
Σεμια εποχή αποσύνθεσης της κλασικής κουλτούρας, της αριστοκρατικής βίας καιτου αναλφαβητισμού, συμμετείχε στη μετατροπή των βασιλιάδων τουΑρειανισμούστονκαθολικισμό, βοηθώντας τον αδερφό τουΛέανδρο της Σεβίλληςκαι συνεχίζοντας το έργο του μετά το θάνατό του. Ήταν επιρροή στον εσωτερικό κύκλο τουΣισεβούτου, βασιλιά της Ισπανίας.[5]
Η φήμη του μετά το θάνατό του βασίστηκε στοEtymologiae, μιαετυμολογική εγκυκλοπαίδεια που συγκέντρωσε σε αυτήν αποσπάσματα πολλών βιβλίων από την κλασική αρχαιότητα που διαφορετικά θα είχαν χαθεί.[6]
Γεννήθηκε στηνΚαρθαγένη της Ισπανίας κατά το 560 μ.Χ.[7]Την μόρφωσή του είχε αναλάβει ο μεγαλύτερος αδελφός του Λέανδρος, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις μετονΓρηγόριο τον Μέγακαιο οποίος τον έστειλε να φοιτήσει σε μοναστικές σχολές. Έλαβε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στο καθεδρικό ναό της Σεβίλλης. Σε αυτό το ίδρυμα, το πρώτο του είδους τουστηνΙβηρία, ένα σώμα μαθητών, συμπεριλαμβανομένου του Αρχιεπισκόπου Λέανδρου της Σεβίλλης, δίδαξε ταtriviumκαιquadrivium, τις κλασικές φιλελεύθερες τέχνες. Ο Ισίδωρος μελέτησε αρκετά επιμελώς, ώστε να μάθει γρήγορα ταλατινικάκαι έμαθε αργότερα και κάποια ελληνικάκαιεβραϊκά.
Μετά τον θάνατο του αδελφού του, ο οποίος είχε λάβει το αξίωμα του Επισκόπου Σεβίλλης καιτου Πριμάτου της Καθολικής Εκκλησίας, το 599, ο Ισίδωρος τον διαδέχθηκε. Ασχολήθηκε επισταμένα μετην αναμόρφωση της εκκλησιαστικής μάθησης ιδρύοντας σχολεία, ενώ παράλληλα, μέσω των γραπτών του, άσκησε μεγάλη επιρροή στην επιστήμη της εποχής του.[8]
Ο Ισίδωρος προήδρευσε του δεύτερου συμβουλίου της Σεβίλλης, που ξεκίνησε στις 13 Νοεμβρίου 619, κατά την βασιλεία τουΣισεβούτου, ένα επαρχιακό συμβούλιο στο οποίο παρευρέθηκαν οκτώ άλλοι επίσκοποι, όλοι από την εκκλησιαστική επαρχία Βαιτικήςστη νότια Ισπανία. Οι Πράξεις του Συμβουλίου εκθέτουν πλήρως τη φύση του Χριστού, αντισταθμίζοντας τις αντιλήψεις του Γρηγόρη, ενός Σύριου που αντιπροσώπευε τηναίρεσητωνΑκέφαλων.[9]
Το ενδιαφέρον του Ισιδώρου γιατην εκπαίδευση του κλήρου εμφαίνεται από τα πρακτικά του Τέταρτου Συμβουλίου τουΤολέδο, στο οποίο προήδρευε το 633 μ.Χ. και ένα από τα διατάγματα που εξέδωσε το Συμβούλιο, έδινε εντολή στον επίσκοπο να ιδρύσει μορφωτικά κέντρα σε κάθε πόλη της Ισπανίας που διέθετε καθεδρικό ναό.[10] Μέσω της επιρροής του Ισίδωρου, αυτό το Συμβούλιο του Τολέδο ίδρυσε σεμινάρια στις καθεδρικές πόλεις τους σύμφωνα μετο καθεδρικό ναό της Σεβίλλης, στον οποίο είχε εκπαιδευτεί ο Ισίδωρος δεκαετίες νωρίτερα. Το διάταγμα επίσης προέβλεπε τη μελέτη των ελληνικών, εβραϊκών καιτων φιλελεύθερων τεχνών και ενθάρρυνε το ενδιαφέρον γιατη νομοθεσία καιτηνιατρική.[11]
Ο Ισίδωρος πέθανε στις 4 Απριλίου του 636 μ.Χ. αφού υπηρέτησε περισσότερα από 32 χρόνια ως αρχιεπίσκοπος της Σεβίλλης.[7]
Ο Ισίδωρος ήταν ο πρώτος Χριστιανός συγγραφέας που προσπάθησε να συντάξει ένα σύνολο παγκόσμιας γνώσης, στο σημαντικότερο έργο του, Etymologiae (παίρνοντας τον τίτλο του από τη μέθοδο που χρησιμοποίησε άκριτα στη μεταγραφή της γνώσης της εποχής του). Είναι επίσης γνωστό από τους κλασικιστές ως Origines (η τυπική συντομογραφία είναι Orig). Αυτή ηεγκυκλοπαίδεια - η πρώτη τέτοια χριστιανική επιτομή - δημιούργησε μια τεράστια συλλογή 448 κεφαλαίων σε 20 τόμους.[12]
Σε αυτό, καθώς ο Ισίδωρος μπήκε στη δική του στενή χροιά από τα ρωμαϊκά εγχειρίδια, συνέχισε την τάση του προς περιλήψεις που χαρακτήριζαν τη ρωμαϊκή μάθηση στην Ύστερη Αρχαιότητα. Στη διαδικασία, διατηρήθηκαν πολλά τμήματα της κλασικής μάθησης που διαφορετικά θα είχαν χαθεί παντελώς. "Στην πραγματικότητα, στην πλειονότητα των έργων του, συμπεριλαμβανομένων τουOrigines, συνεισφέρει λίγο περισσότερο από το κονίαμα που συνδέει αποσπάσματα από άλλους συγγραφείς, σαννα γνώριζε τις ελλείψεις τουκαι είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο stilus maiorum από το δικό του" αναφέρει η μεταφραστής Κάθριν Νελλ ΜακΦάρλεϊν.[13][14]
ΤοDe fide catholica contra Iudaeosτου Ισιδώρου προωθεί τις ιδέες τουΑυγουστίνου σχετικά μετην εβραϊκή παρουσία στηχριστιανική κοινωνία. Όπως ο Αυγουστίνος, ο Ισίδωρος αποδέχθηκε την αναγκαιότητα της εβραϊκής παρουσίας λόγω του ρόλου τους στην αναμενόμενη Δεύτερη ΠαρουσίατουΧριστού. ΣτοDe fide catholica contra Iudaeos, ο Ισίδωρος ξεπερνά τις αντι-ραββινικές τακτικές των προηγούμενων θεολόγων, επικρίνοντας την εβραϊκή πρακτική ως σκόπιμα απατηλή.[15]
Συνέβαλε σε δύο αποφάσεις του Τέταρτου Συμβουλίου του Τολέδο: του Κανόν 60, ζητώντας την αναγκαστική απομάκρυνση των παιδιών από τους γονείς που ασκούσαν τον Κρυπτο-Ιουδαϊσμό καιτην εκπαίδευσή τους από τους Χριστιανούς, καιτου Κανόν 65 απαγορεύοντας στους Εβραίους και τους Χριστιανούς εβραϊκής προέλευσης να κατέχουν δημόσια αξιώματα.[16]
Ο Ισίδωρος έχει γράψει περισσότερα από δώδεκα μεγάλα έργα[17] πάνω σε διάφορα θέματα, όπως μαθηματικά, ιερές γραφές και μοναστική ζωή, όλα στα λατινικά:
Historia de regibus Gothorum, Vandalorum et Suevorum, μία ιστορία των βασιλιάδων τωνΓότθων, τωνΒανδάλωνκαιτων Σουέμπι. Η μεγαλύτερη έκδοση, που εκδόθηκε το 624, περιλαμβάνει ταLaus SpaniaeκαιLaus Gothorum[18]
Chronica Majora, μια παγκόσμια ιστορία
De differentiis verborum, μια σύντομη θεολογική πραγματεία γιατο δόγμα της Τριάδας, τη φύση του Χριστού, τουΠαραδείσου, τωναγγέλωνκαιτων ανθρώπων
Άγαλμα του Ισίδωρου της Σεβίλλης, αποτον Χοσέ Αλκοβέρρο.
Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης ήταν ένας από τους τελευταίους των αρχαίων χριστιανών φιλοσόφων και ήταν σύγχρονος μετονΜάξιμο τον Ομολογητή. Ορισμένοι μελετητές τον αναφέρουν ως τονπιο μορφωμένο της εποχής του,[20][21]και άσκησε εκτεταμένη και ανυπολόγιστη επιρροή στην εκπαιδευτική ζωή τουΜεσαίωνα. Ο σύγχρονος και φίλος του, Βραούλιος της Θαραγκόζης (αγγλικά: Braulio of Zaragoza), τον θεωρούσε ως έναν άνθρωπο που μεγάλωσε από τονΘεόγιανα σώσει τους Ιβηρικούς λαούς από το παλιρροϊκό κύμα βαρβαρότητας που απειλούσε να κατακλύσει τον αρχαίο πολιτισμό της Ισπανίας.[22]
Ο Ισίδωρος εντάχθηκε στη Σεβίλλη. Ο τάφος του αντιπροσώπευε έναν σημαντικό τόπο σεβασμού για τους Μοζάραβες κατά τη διάρκεια των αιώνων μετά την αραβική κατάκτηση της Βισιγοτθικής Ισπανίας. Στα μέσα του 11ου αιώνα, μετη διαίρεση τουΑλ-Άνταλουςσε ταϊφά καιτην ενίσχυση των χριστιανικών εκμεταλλεύσεων στην Ιβηρική χερσόνησο, ο Φερδινάνδος Α΄ του Λεόν βρέθηκε σε θέση να εξαγάγει φόρο τιμής από τα διαχωρισμένα αραβικά κράτη. Εκτός από τα χρήματα, οΑμπάντ Β΄ αλ-Μουτατίντ, ο κυβερνήτης της Σεβίλλης (1042–1069), συμφώνησε να παραδώσει τα ερείπια του Αγίου Ισιδώρου στονΦερδινάνδο Α'.[23]
Ένας καθολικός ποιητής περιέγραψε ότι οαλ-Μουτατίντ έβαλε ένα κάλυμμα πάνω από τησαρκοφάγοτου Ισίδωρου, και είπε: "Τώρα φεύγεις από εδώ, σεβαστέ Ισίδωρε. Ξέρεις καλά πόσο μεγάλη ήταν η φήμη σου!" Ο Φερδινάνδος έβαλε τα λείψανα του Ισίδωρου στην πρόσφατα κατασκευασμένη Βασιλική του Αγίου Ισιδώρου (αγγλικά: Basilica of San Isidoro) στοΛεόν.[24]
Η Ρωμαιοκαθολική αλλά καιη Ορθόδοξη Εκκλησία τιμούν την μνήμη του4 Απριλίου εκάστου έτους.[25]
↑Montalembert, Charles F. Les Moines d'Occident depuis Saint Benoît jusqu'à Saint Bernard[The Monks of the West from Saint Benoit to Saint Bernard]. Paris: J. Lecoffre, 1860.
↑Guido Donini and Gordon B. Ford, Jr., translators. Isidore of Seville's History of the Kings of the Goths, Vandals, and Suevi (Leiden: E. J. Brill, 1966).