Ο όρος Παλαιά Διαθήκη δηλώνει την αρχαιότερη από τις δύο συλλογές βιβλίων που αποτελούν τηχριστιανικήΑγία Γραφή, η οποία και αναφέρεται ειδικότερα στην αποκάλυψη τουΘεού (Γιαχβέ), καιστην αρχική συνδιαλλαγή τουμετο "περιούσιο" έθνος Ισραήλ, με σκοπό να ευλογηθεί πρώτα αυτό καιστη συνέχεια όλη η ανθρωπότητα. Τα βιβλία που συγκροτούν την Παλαιά Διαθήκη, γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς σε διάστημα αρκετών εκατονταετηρίδων. Συνώνυμες ονομασίες είναι επίσης οι όροι Εβραϊκές Γραφές, Εβραϊκή Βίβλοςμε βάση την προέλευση των συγγραφέων καιΔεύτερη Διαθήκη[1]. ΗΤορά αποτελεί τη βάση της Παλαιάς Διαθήκης (βλέπε Πεντάτευχος).
Οεβραϊκός Βιβλικός όρος ברית (brit) που αποδίδεται διαθήκη σημαίνει «συνθήκη, συμμαχία, σύμβαση ή συμφωνία». Έτσι, στηΒίβλοο όρος χρησιμοποιείται γιανα δηλώσει τη συμφωνία που συνάπτει ο Θεός είτε με μεμονωμένα άτομα είτε συλλογικά τον λαό Ισραήλ και στοχεύει στη δημιουργία των προϋποθέσεων γιατη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποτέλεσαν τις μοναδικές Ιερές Γραφές που χρησιμοποιήθηκαν από τονΙησού Χριστό, τους αποστόλουςκαιτην πρωτοχριστιανική κοινότητα. Η πρώτη χριστιανική εκκλησία αποκαλούσε αυτό το σύνολο των προγενέστερων βιβλίων «ο Νόμος καιοι Προφήτες» ή απλά «οι Γραφές». Περίπου από τον3ο αιώνα μ.Χ.ο όρος «Παλαιά Διαθήκη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα για τις Γραφές που είχαν ολοκληρωθεί πριντον Χριστό. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε αντιδιαστολή προς τη χρονικά μεταγενέστερη Καινή Διαθήκη, τη συλλογή των βιβλίων που αναφέρονται στην εκπλήρωση των επαγγελιών της παλαιάς καιτη σύναψη της νέας διαθήκης διατουΙησού Χριστού, μιας συμφωνίας μεταξύ Θεού και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Για τους χριστιανούς, η Παλαιά καιηΚαινή Διαθήκη αποτελούν μέρη ενός ενιαίου οργανικού συνόλου με κοινό θεολογικό ενδιαφέρον το οποίο εστιάζεται στονΧριστό, καθώς η σχετική θεία υπόσχεση γιατον ερχομό του, την οποία συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη, εκπληρώνεται στην Καινή[2]. Ήδη από την πρώτη περίοδο του χριστιανισμού, όταν αισθάνονται οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς την ανάγκη να υπερασπιστούν τα πιστεύω τους, επιμένουν ότι δεν πρόκειται για κάτι που εμφανίζεται "για πρώτη φορά, ξεκάρφωτο ή ουρανοκατέβατο"[3], αλλά αντιθέτως, αφορά πίστη "μη νέαν και ξένην"[4], η οποία έχει βαθιές ιστορικές αλλά και θεολογικές ρίζες, αφού στηρίζεται στην αρχαιότητα της καιστα αρχαία δόγματα της διδασκαλίας της[5]. ΗΠ.Δ. ξεκινά μετην κλήση από τον Θεό ενός περιπλανώμενου βοσκού, τουΑβραάμ, ο οποίος ζούσε στην πόλη Ουρ της αρχαίας βαβυλώνας την εποχή του Χαμμουραμπί (18ος αι. π.Χ.). Η βιβλική ιστορία στο σύνολό της, αναφέρεται στον τρόπο μετον οποίο ενεργεί ο Θεός στον κόσμο, συνεργαζόμενος μετά από συμφωνία, μεμια ομάδα ανθρώπων, αλλά με σαφή αναφορά στο σύνολο της ανθρωπότητας[6]και όχι σε έναν λαό μόνο[7]. Κατόπιν, καιη ιστορία της χριστιανικής εκκλησίας αναφέρεται επίσης σε όλη την ανθρωπότητα ως μια συνέχεια της λεγόμενης Θείας Οικονομίας[8]η οποία συντελείται μέσα στην ιστορία και μπαίνει σεμια"αποφασιστική φάση" της, μετην παρουσία τουΧριστού[9]. Η Παλαιά Διαθήκη για τους χριστιανούς, δεν σχετίζεται μετο περιεχόμενο της εβραϊκής βίβλου, υπό τη θεώρηση των ιουδαίων. Οι χριστιανοί θεωρούν ότι έχει φυσική συνέχεια μετηνΚ.Δ. και ότι είναι ακατανόητη χωρίς την παρουσία του Χριστού και όσων διαδραματίσθηκαν στην επίγεια ζωή του[10]. Ο ίδιος οΧριστός άλλωστε, είδε στηνΠ.Δ. "να προεικονίζονται η ζωή καιη δράση τουκαινα προδιαγράφονται ο θάνατος καιη ανάσταση του"[11]. Σε αντιδιαστολή με τους ιουδαίους, οι χριστιανοί κατανοούν χριστολογικά τηνΠ.Δ., θεωρούν ότι εκπληρώνεται στηνΚ.Δ. και ότι οι δύο Διαθήκες λειτουργούν σε αδιάσπαστη θεολογική ενότητα, μετη διαφορά ότι ηΠ.Δ. προπαιδεύει τον άνθρωπο "εις Χριστόν" ενώ ηΚ.Δ. τον οδηγεί σε τελείωση "εν Χριστώ"[12].
Σύμφωνα μετην ισχύουσα θεολογική πραγματικότητα της πλειοψηφίας των ομολογιών, η ερμηνεία της Π.Δ. δεν πραγματοποιείται μετην απλή ανάγνωση του κειμένου, αλλά έχοντας ως βάση την ερμηνεία πουμια εκκλησία αποδέχεται για αυτές. ΣτηνΟρθόδοξη Εκκλησία, "πίσω από ανθρωποπαθείς, εικονικές, μεταφορικές, παραβολικές ή αινιγματικές λέξεις, φράσεις ή διηγήσεις...συμβολικές ονομασίες προσώπων ή ζωικών οργανισμών...κ.ά."οι Πατέρες ερμηνεύουν "διά μέσου του γράμματος"το"υποκείμενο πράγμα"[13]. Για παράδειγμα, κάθε φορά που γίνεται η διαπίστωση ότι ηΠ.Δ. αντιλαμβάνεται τον Θεό άλλοτε ως τιμωρό της αμαρτίας, "και άλλοτε ως στοργικό και οικτίρμονα", όταν ο ίδιος ο Θεός παρουσιάζεται να λέει "διά του Ιεζεκιήλ""εγώ ειμί Κύριος ο τύπτων" (7,6) και"εγώ [ειμί] Κύριος ο αγιάζων" (20,12)[14], η ερμηνεία των εκφράσεων αυτών δεν γίνεται αυθαίρετα, αλλά εφόσον η θεολογική παράδοση αποδέχεται ότι, ουδέποτε, οτιδήποτε κακό είναι δυνατόν να προέρχεται από τον Θεό[15], ακολουθείται αυτή η ερμηνευτική γραμμή. Έτσι, όσοι ερμηνευτές "επιμένουν πεισματικά στην κατά γράμμα ερμηνεία ακόμα και εικονικών, παραβολικών...ή άνθρωποπαθών διηγήσεων της Γραφής...στιγματίζονται συλλήβδην από τους ορθοδόξους Πατέρες"[16]. Αυτό σημαίνει ότι η ορθή ερμηνευτική μέθοδος θα πρέπει να βρίσκεται σε οργανική σύνδεση Αγίας ΓραφήςκαιΙησού Χριστούκαι από το συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτει ότι "οι εκφράσεις καιοι εικόνες της Αγίας Γραφής...περί Θεού φοβερού και τιμωρού είναι σωστές, όχι επειδή όντως ο Θεός οργίζεται και τιμωρεί, αλλά γιατί ο ένοχος και αμαρτωλός άνθρωπος βλέπει τον Θεό ως τιμωρό. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις την επιγραφήν των Ψαλμών, PG 44, 557D"[17]. Ωστόσο υπάρχουν και αντίθετες απόψεις, όπως του Βιολόγου R. Dawkins(Βλ. 'Η περί Θεού αυταπάτη'), που υποστηρίζουν πως αυτός ο τρόπος ερμηνείας, εφόσον αναγκαστικά χρησιμοποιεί την ανθρώπινη κρίση ως κριτήριο του 'καλού' και 'ηθικού' και εφόσον μια τέτοια κρίση δεν μπορεί να απορρέει από την κυριολεκτική απόδοση των κειμένων, υποδεικνύει πως οι γραφές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αντικειμενικές αναφορές θεϊκής ηθικής άλλα απλά αντικατοπτρισμός της εκάστοτε κοινωνικής επιταγής.
Το σύνολο των βιβλίων που θεωρείται ότι είναι θεόπνευστα και περιέχουν τη θεία αποκάλυψη, αποτελούν τονΚανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, καιτα βιβλία αποκαλούνται κανονικά, όμως ο αριθμός τους ποικίλει μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων.
ΗΟρθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 49 βιβλία. Εκτός από τα 39 βιβλία της ιουδαϊκής Βίβλου, όπως αυτά έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και τιτλοφορηθεί στηΜετάφραση των Εβδομήκοντα, αποδέχεται και 10 βιβλία ακόμη, ισόκυρα μετα 39, τα λεγόμενα "αναγινωσκόμενα". Όλα μαζί αποτελούν τον λεγόμενο αλεξανδρινό κανόνατων 49 βιβλίων.
Τα 49 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης σύμφωνα μετην παραδοσιακή τους κατάταξη, αναγράφονται στον παρακάτω πίνακα με τους παραδοσιακούς συγγραφείς καιτον εκτιμώμενο χρόνο συγγραφής τους.
ΗΡωμαιοκαθολική Εκκλησία περιλαμβάνει στον κανόνα της 46 βιβλία με βάση τηΜετάφραση των Εβδομήκοντα. Συγκεκριμένα, αποδέχεται όλα τα βιβλία του Κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας (βλ. παραπάνω), εκτός από τα Α΄ Έσδρας και Γ΄ Μακκαβαίων, ενώ το βιβλίο Επιστολή Ιερεμίου θεωρείται τμήμα του Βαρούχ. Επίσης δεν αποδέχονται ως κανονικό τον 151ο Ψαλμό.
Οι Διαμαρτυρόμενοι δέχονται στον κανόνα τους 39 βιβλία, δηλ. τα ίδια ακριβώς που περιέχει καιη ιουδαϊκή Βίβλος, γραμμένα όμως όχι στα ελληνικά της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, αλλά στο λεγόμενο εβραϊκό κείμενο των Μασοριτών. Τα επιπλέον βιβλία που περιλαμβάνονται στον κανόνα της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τα ονομάζουν γενικά "απόκρυφα".
Συγκεκριμένα αποδέχονται όλα τα βιβλία του Κανόνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας (βλ. παραπάνω), εκτός από τα εξής:
Έσδρας Α΄
Τωβίτ
Ιουδίθ
Μακκαβαίων Α
Μακκαβαίων Β΄
Μακκαβαίων Γ΄
Σοφία Σολομώντος
Σοφία Σειράχ
Βαρούχ
Επιστολή Ιερεμίου
Επίσης, δεν αποδέχονται ως κανονικό τον 151ο Ψαλμό και τμήματα των βιβλίων της Εσθήρ καιτου Δανιήλ.
↑Παναγόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ακρίτας, Αθήνα 1994, σελ. 446.
↑Καλαντζάκης Ε. Σταύρος, Καρδία Καινή και Πνεύμα Καινόν - Οι Θεολογικές Ιδέες του Προφήτη Ιεζεκιήλ, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 64-65.
↑"Το κακόν ου παρά Θεού, ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις έστιν" (Μ. Αθανάσιος, ΡG 25,13Α // "Ουμην ουδέ παρά Θεού το κακόν την γένεσιν έχειν ευσεβές έστι λέγειν, διατο μηδέν των εναντίων παρά του εναντίου γίγνεσθαι. Ούτε γαρ ζωή θάνατον γεννά, ούτε το σκότος φωτός έστιν αρχή, ούτε νόσος υγιείας δημιουργός" (Μ. Βασίλειος, Ομιλία 2 εις την Εξαήμερο // "Ημεν αρετή εκτου Θεού εδόθη τη φύσει και αυτός έστι παντός αγαθού αρχή και αιτία" (Ι.Δαμασκηνός, PG 94, 973Α.
Donald A. Hagner, “The Old Testament in the New Testament,”Interpreting the Word of God. Festschift in Honor of Steven Barabas, Chicago: Moody Press, 1976. pp. 78–104.