Ηεπιστημονική φαντασία ή ΕΦ είναι κατηγορία του ευρύτερου μυθοπλαστικού τομέα τουφανταστικούστην οποία πιθανές και εύλογες μελλοντικές ή εναλλακτικές εξελίξεις στηνεπιστήμη, στηντεχνολογία ή στηνκοινωνία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην πλοκή ή στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Είναι ωστόσο σύνηθες ένας κόσμος επιστημονικής φαντασίας να χρησιμοποιείται μόνο ως σκηνικό γιατην αφήγηση κάποιας πιο συμβατικής ιστορίας (π.χ. αστυνομικής). Συνηθισμένα αφηγηματικά μοτίβα που κατηγοριοποιούνται κατά σύμβαση ως ΕΦ είναι τοταξίδι στο χρόνο, η επαφή με εξωγήινους πολιτισμούς, ο αποικισμός πλανητών, τα ευφυή ρομπότκαιητεχνητή νοημοσύνη, ταφαινόμενα Ψ, ιδιότητες όπως ηαθανασία, ητηλεμεταφοράκαιηαορατότητα, χαμένοι πολιτισμοί, η μελλοντική εξέλιξητου ανθρώπινου είδους, μία πιθανή κατάρρευση του πολιτισμού κλπ[1]. Πολλά είδη τέχνης (π.χ. ηλογοτεχνία, οκινηματογράφοςκαιτακόμικς) έχουν κατά καιρούς βασιστεί στην επιστημονική φαντασία. Ο ορισμός της δεν είναι εύκολος καθώς τα όρια πουτη διαχωρίζουν από παρεμφερή μυθοπλαστικά είδη, όπως ηφαντασία (fantasy) ή οτρόμος (horror), μοιάζουν ασαφή, ανκαι συνήθως η οποιαδήποτε εμφάνιση υπερφυσικού στοιχείου ή μαγείας ως πραγματικών και αληθών φαινομένων του αφηγηματικού κόσμου αποκλείει την κατηγοριοποίηση του έργου ως ΕΦ.
Η επιστημονική φαντασία έλαβε το όνομά της κατά τη δεκαετία του 1930,[2] αλλά ένας μοναδικός ορισμός της δεν έχει γίνει αποδεκτός ακόμα. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί ποικίλοι ορισμοί γιατηνΕΦ.[3]
Σύμφωνα μετον συγγραφέα Τζέιμς Μπλις «μία ιστορία επιστημονικής φαντασίας αποτελεί μία ιστορία δομημένη γύρω από ανθρώπινους χαρακτήρες, με ένα ανθρώπινο σενάριο και μία ανθρώπινη λύση, οι οποίες δενθα μπορούσαν ποτέ να συμβούν χωρίς το επιστημονικό τους περιεχόμενο».
Ο συγγραφέας Ρόμπερτ Χαϊνλάιν όρισε τηνΕΦ ως «ρεαλιστικό συλλογισμό σχετικό με πιθανά μελλοντικά συμβάντα, στέρεα βασισμένα πάνω στην επαρκή γνώση του πραγματικού κόσμου, του παρελθόντος καιτου παρόντος, καθώς καισε μία εκτενή κατανόηση της φύσης και της σπουδαιότητας της επιστημονικής μεθόδου».
Ο συγγραφέας και εκδότης Χιούγκο Γκέρνσμπακ έγραψε πως επιστημονική φαντασία είναι «ένα ελκυστικό αφήγημα εμπλουτισμένο με επιστημονικά δεδομένα και προφητική ενόραση».
Σύμφωνα μετο συγγραφέα Ισαάκ Ασίμωφ, «η σύγχρονη επιστημονική φαντασία αποτελεί το μοναδικό λογοτεχνικό είδος στο οποίο θίγονται συστηματικά και συνειδητά η φύση των αλλαγών που έρχονται, οι πιθανές επιπτώσεις καιοι λύσεις τους. ΗΕΦ είναι εκείνο το λογοτεχνικό είδος το οποίο καταπιάνεται μετην επίδραση της επιστημονικής προόδου στον άνθρωπο».
Μαζί του συμφωνούσε ο συγγραφέας και εκδότης ΤζονΓουντ Κάμπελ: «ΗΕΦ προσπαθεί να γράψει με αφηγηματική μορφή τις επιπτώσεις ενός επιστημονικού επιτεύγματος όχι μόνο στον τομέα της τεχνολογίας, αλλά καιστην ίδια την ανθρώπινη κοινωνία».
ΟΣαμ Μόσκοβιτς, ιστορικός της ΕΦ, θεωρεί πως η τελευταία είναι «ένας κλάδος της φαντασίας που χαρακτηρίζεται από το ότι διευκολύνει την εκούσια αναστολή της δυσπιστίας των αναγνωστών, χρησιμοποιώντας μιαν ατμόσφαιρα επιστημονικότητας στις δημιουργικές της υποθέσεις γιατη φυσική επιστήμη, το διάστημα, τον χρόνο, την κοινωνική επιστήμη καιτη φιλοσοφία».
ΟΔημήτρης Αρβανίτης δίνει μία πιο πολύπλοκη ερμηνεία:[4] «Δεν είναι ένα λογοτεχνικό είδος μετη στενή έννοια του όρου, καθώς πήρε συγκεκριμένη μορφή στο δεύτερο τέταρτο τουεικοστού αιώνα, από τη σύμμειξη πολλών διαφορετικών ειδών, από τις ουτοπίες ως τις διαστημικές περιπέτειες. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένας βασικός πυρήνας που αποτελείται από τα έργα που είτε φέρουν τον χαρακτηρισμό «ΕΦ», είτε αναγνωρίζονται αμέσως από τους αναγνώστες τους ως «ΕΦ»... ΗΕΦ είναι κατά μεγάλο μέρος δημιούργημα της αλληλεπίδρασης συγγραφέα-αναγνώστη... Από μια οπτική γωνία, το σημαντικότερο στοιχείο ενός κειμένου που χαρακτηρίζεται ΕΦ είναι η αναγνώριση της ρευστότητας του μέλλοντος καιο ενθουσιασμός που προκαλούν στον άνθρωπο οι προσπάθειες της επιστήμης να κατανοήσει το Σύμπαν μας. Στους κύκλους των κριτικών χρησιμοποιείται η έκφραση «αίσθηση του θαυμαστού», όταν οι προσπάθειες αυτές, όπως περιγράφονται μέσα στη διήγηση, τοποθετούν ξαφνικά τον αναγνώστη σεμια θέση απ' όπου αντικρίζει την ανθρωπότητα από εντελώς νέα προοπτική. Επομένως έχουμε έναν όρο που σχετίζεται όχι μετο περιεχόμενο ή τη μορφή, αλλά μετην επίδραση του κειμένου, όπως ακριβώς μιλάμε καιγια «έργα τρόμου»».
Ομοίως καιο κριτικός λογοτεχνίας Ντάρκο Σούβιν θεωρεί πως ηΕΦ καθορίζεται από την ψυχολογική επιρροή της ανάγνωσής της. Σύμφωνα μετον ορισμό του πρόκειται για «ένα λογοτεχνικό είδος του οποίου αναγκαίες και ικανές συνθήκες είναι η παρουσία καιη αλληλεπίδραση της αποξένωσης και της γνώσης, καιτου οποίου κύριο τυπικό εύρημα είναι ένα φανταστικό πλαίσιο εναλλακτικό του εμπειρικού περιβάλλοντος του συγγραφέα»[5]. Γιατον Σούβιν, θεμελιώδες ψυχολογικό αποτέλεσμα της ΕΦ επί του αποδέκτη είναι ηγνωστική αποξένωση, η κατάσταση κατά την οποία σχηματίζονται στοννουτου αντικρουόμενες πεποιθήσεις γιατην εξωτερική πραγματικότητα: από τη μία ο πραγματικός κόσμος, όπως εκλαμβάνεται από τις αισθήσεις καιτα πολιτισμικά δεδομένα, από την άλλη ο εναλλακτικός και ανοίκειος κόσμος της αφήγησης – με διαφορετικές ορισμένες παραδοχές αλλά και μία σημαντική επιστημονική ευλογοφάνεια. Επιπροσθέτως, ο όρος γνώσηστοεν λόγω πλαίσιο δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση του αποδέκτη γιατον αληθινό κόσμο, αλλά υπαινίσσεται και μία προσπάθεια επεξήγησης και δικαιολόγησης του στοιχείου το οποίο προκαλεί την αποξένωση, απαραίτητη γιανα θεωρηθεί αυτό εύλογο. Ο Σούβιν παραθέτει και έναν ακόμα, συμπληρωματικό ορισμό: «η επιστημονική φαντασία είναι το μυθοπλαστικό είδος στο οποίο μία μυθοπλαστική καινοτομία (novum) αναπτύσσεται κι επικρατεί στην αφήγηση, ενώ ταυτόχρονα είναι συμβατή με ένα υπαρκτό, αποδεκτό σώμα γνώσης καιμετην κοινή λογική».[6]Ηεν λόγω καινοτομία πρέπει επομένως να είναι εύλογη αλλά και ηγεμονική στο έργο, ώστε να καθορίζει την αφηγηματική δομή καινα είναι νοηματικά αυτοτελής, αντί να συνιστά απλώς περιφερειακό στοιχείο, άμεσο διαφανή υπαινιγμό ή ελαφρώς μεταμφιεσμένη αναφορά προς την εμπειρική πραγματικότητα του συγγραφέα (όπως π.χ. στα έργα τουΧόρχε Λουίς Μπόρχες, τουΦραντς Κάφκα ή στηΘεία ΚωμωδίατουΔάντη Αλιγκιέρι).
Συστατικό στοιχείο, τελικά, της επιστημονικής φαντασίας είναι το ότι επιφέρει στον αναγνώστη / θεατή μία γνωστική αποξένωση. Γιανα επιτευχθεί αυτή η ρήξη του κειμένου μετην εμπειρική πραγματικότητα του αποδέκτη, αξιοποιούνται κατά κανόνα μέθοδοι οι οποίες εφιστούν την προσοχή στο ίδιο το κείμενο, ως φορέα της εν λόγω ρήξης, αντί γιατην πλοκή ή τους χαρακτήρες της αφήγησης: γλωσσικές στρατηγικές (π.χ. νεολογισμοί ή μετασχηματισμένη γλώσσα), τοποθέτηση του αφηγηματικού υποβάθρου στο επίκεντρο εις βάρος της πλοκής, περιγραφή ασυνήθιστων ή εξαιρετικών εμπειριών και συναντήσεων (π.χ. με στόχο την πρόκληση μιας αίσθησης του θαυμαστού) ή η διαστρέβλωση αναγνωρίσιμων πολιτισμικών συμβόλων του αληθινού κόσμου.[5]Οι μέθοδοι αυτές υποβοηθούν τη διερεύνηση της επίδρασης της μυθοπλαστικής καινοτομίας, του novum (π.χ. μίας ευλογοφανούς τεχνολογίας ταξιδιού στον χρόνο), στην κοινωνική πραγματικότητα. Ηεν λόγω διερεύνηση, σε τελική ανάλυση, αισθητικά αποσκοπεί στην αφύπνιση της αίσθησης του θαυμαστού, όπου το δέος εμπρός στην απειρία μιας υπεράνθρωπης και ακατανόητης πολυπλοκότητας κατακλύζει τον αποδέκτη, όπως κάποτε συνέβαινε μεταηρωικά έπη ή ταγοτθικά μυθιστορήματα.[5]
Από την άλλη, ο συγγραφέας και εκδότης Ντέιμον Νάιτ όρισε τηνΕΦ «οτιδήποτε στο οποίο δείχνουμε όταν λέμε επιστημονική φαντασία»,[7] υπονοώντας πιθανώς πως ένας πραγματικός ορισμός είναι άχρηστος και αδιάφορος.
Η λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας, γέννημα της νεωτερικότητας και της βικτοριανής εποχής, ξεπήδησε κατά τον19ο αιώνα από το ιδιόρρυθμο γοτθικό μυθιστόρημα Φρανκενστάιν (1818) της Μαίρη Σέλλεϋ (1797 - 1851), το οποίο πρωτοτυπούσε αντλώντας τρόμο από υποτιθέμενα μοντέρνα επιστημονικά επιτεύγματα: ένας νεαρός Ελβετός επιστήμονας σχηματίζει ένα ανθρώπινο σώμα από απομεινάρια πτωμάτων καιτου εμφυσά ζωή με ένα ηλεκτρικό σοκ[8]. Τα σκοτεινά γραπτά τουΈντγκαρ Άλαν Πόε[8], η επιστημονική προσέγγιση τουΙουλίου Βερν (1828 - 1905) στη μυθοπλασία[8], καθώς καιο επαναπροσδιορισμός των αρχαίων μυθικών παραδόσεων ως μοντέρνο πεζογραφικό ρεύμα από τονΛόρδο Ντάνσανι, σχηματοποίησαν σταδιακά τη μορφή του φανταστικού καθ' όλο το υπόλοιπο του 19ου αιώνα καιτο ξεχώρισαν τελικά από το γοτθικό μυθιστόρημα, ένα παλαιότερο υβρίδιο του τρόμου καιτουρομαντισμού.
Μέχρι καιτο 1900 οι διακριτές κατηγορίες του φανταστικού είχαν εμφανιστεί και, ανάμεσά τους, η επιστημονική φαντασία. Χάρη στα έργα τουΙουλίου Βερν, όπως τα γνωστά Ταξίδι στο κέντρο της Γης (1864), Από τηΓηστη Σελήνη (1865) και20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα (1873), ηΕΦ είχε οριοθετηθεί ως έγκυρο λογοτεχνικό είδος, χωρίς όμως ακόμα να έχει αποκτήσει την αυτοσυνείδησή της. Σε αυτό το κλίμα εμφανίζεται οΧέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866 - 1946), τα βιβλία του οποίου, μέσα από μια ψύχραιμη ματιά και εκφραστικά προσεγμένη γραφή, καθιερώνουν τα θεμελιώδη, σχεδόν αρχετυπικά θεματολογικά μοτίβα του χώρου[1]: στηΜηχανή που ταξιδεύει στο χρόνο (1895) κεντρική ιδέα είναι μία χρονομηχανή καιη περιγραφή μελλοντικών κοινωνιών, στοΝησί του Δόκτωρα Μορώ (1896) συζητείται η ηθική της βιοτεχνολογίας, στονΑόρατο Άνθρωπο (1897) εξερευνάται μυθοπλαστικά η ιδέα της αορατότητας μέσω επιστημονικών ευρημάτων, ενώ στονΠόλεμο των Κόσμων (1898) εξετάζεται συστηματικά η απειλή ενός εχθρικού εξωγήινου πολιτισμού. Έτσι, δικαίως θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης ΕΦ, μιας καιοι περισσότερες ιδέες πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι μετέπειτα συγγραφείς του χώρου πρωτοπαρουσιάστηκαν στα διηγήματά του.
Στις αρχές του20ού αιώνακαι ως την έκρηξη τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιστημονική φαντασία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ μέσα από «φθηνά» λαϊκά περιοδικά έντυπα μαζικής παραγωγής και ειδικού ενδιαφέροντος, όπου φιλοξενούνταν διηγήματα στηριγμένα στα θέματα του διαστημικού ταξιδιού, των εξωτικών περιπετειών, τουνουάρ αστυνομικού, της Άγριας Δύσηςκαιτωνυπερηρώων.[2] Εκεί γεννήθηκε ηδιαστημική όπερα, η οποία έδινε έμφαση σε μεγάλης κλίμακας διαπλανητικές πολεμικές συγκρούσεις του μέλλοντος και είχε έναν εξερευνητικό και περιπετειώδη χαρακτήρα.[9] Ιδιαίτερη ήταν η παραμυθένια, αισιόδοξη και τεχνοκρατική γραφή της δεκαετίας του 1930, με διασημότερο εκφραστή τον βελγικής καταγωγής Χιούγκο Γκέρνσμπακ.[2] Ήδη, από το 1926, ο τελευταίος είχε αρχίσει να εκδίδει στις ΗΠΑτο πρώτο αφιερωμένο αποκλειστικά στην επιστημονική φαντασία περιοδικό έντυπο, τοAmazing Stories, συσπειρώνοντας ένα φανατικό αλλά απομονωμένο αναγνωστικό κοινό. Σε εντελώς διαφορετικό ύφος, ο διακεκριμένος συγγραφέας και διανοούμενος Άλντους Χάξλεϊ εκδίδει το 1932 τονΘαυμαστό καινούργιο κόσμο, ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τις επικίνδυνες νέες τεχνολογίες και, ανκαι ουσιαστικά ΕΦ, αγαπήθηκε από την κριτική ως έργο συμβατικής λογοτεχνίας. Ο καταξιωμένος Γερμανός σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ είχε αναδείξει από το 1927 τον κίνδυνο τουολοκληρωτισμού, αλλά και τις δυνατότητες της ΕΦστον κινηματογράφο, μετην ταινία Μετρόπολις. Την ίδια εποχή η συμβατική λογοτεχνία εγκατέλειπε οριστικά τονρεαλισμόγια χάρη τουμοντερνισμού, χωρίς η εξέλιξη αυτή να αγγίξει το φανταστικό, αντιληπτό τότε ως «υποδεέστερη» παραλογοτεχνία από τους ακαδημαϊκούς κύκλους.[2]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ' αυτόν αναδείχθηκε στον αγγλοσαξωνικό κόσμο μια νέα γενιά συγγραφέων, με ανεπτυγμένες συγγραφικές δεξιότητες και ισχυρές επιρροές από τα λαϊκά περιοδικά έντυπα τουΜεσοπολέμου (ανάμεσά τους οΙσαάκ Ασίμωφ, οΆρθουρ Κλαρκ, οΡέι ΜπράντμπερικαιοΡόμπερτ Χάινλαϊν), η οποία σήμανε την επιστροφή σε μεγαλύτερη αληθοφάνεια και έδινε έμφαση στην ποιοτική βελτίωση της γραφής, στην πειστικότερη κοσμοπλασία, στον συγκρατημένο μελλοντολογικό προβληματισμό καισε ζητήματα όπως η εξερεύνηση του Γαλαξία, η επαφή με πολιτισμένα εξωγήινα πλάσματα καιη αντίδραση της κοινωνίας απέναντι σε πιθανές νέες εφευρέσεις και ανακαλύψεις (π.χ. ρομπότ, ατομική ενέργεια, διαπλανητικά ταξίδια κλπ).[2]Οι συγγραφείς της εποχής, γράφοντας και εκδίδοντας τότε στις ΗΠΑ κυρίως υπό την αιγίδα και καθοδήγηση τουΤζον Κάμπελ, αρχισυντάκτη από το 1938 του περιοδικού ΕΦAstounding Science Fiction, συχνά είχαν στιβαρό επιστημονικό υπόβαθρο και στόχος τους ήταν η εύλογη ενόραση γιατο τεχνολογικό μέλλον της Ανθρωπότητας. Ταυτόχρονα όμως οι ιστορίες τους αντανακλούσαν κοινωνικές ζυμώσεις και αναζητήσεις των καιρών τους, μες σ' αυτή την περίοδο ενηλικίωσης και ωρίμανσης του είδους. Σύνηθες ήταν να δανείζονται μοτίβα πλοκής από την αστυνομική λογοτεχνία ή από άλλες κατηγορίες καινατα προσαρμόζουν στο σκηνικό ΕΦπου είχαν οικοδομήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τριλογία της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίαςτου Ισαάκ Ασίμωφ καιτα «ρομποτικά» διηγήματα του ιδίου, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50.
Ένα ξεχωριστό βιβλίο που εκδόθηκε το 1949 και ακολουθούσε την παράδοση τουΘαυμαστού καινούργιου κόσμου ήταν το1984, του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζορτζ Όργουελ. Επρόκειτο γιατην εφιαλτική περιγραφή ενός δυστοπικού μελλοντικού κόσμου που επιχειρούσε να αναδείξει τα δεινά που επιφέρει ο ολοκληρωτισμός. Όπως καιτο μυθιστόρημα του Χάξλεϊ, το1984 εκτιμήθηκε και διαδόθηκε και εκτός των ορίων του κοινού της ΕΦ.[10]
Αυτό τον καιρό οριστικοποιείται η κοινότητα της επιστημονικής φαντασίας (κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ), αποτελούμενη από συγγραφείς, εκδότες και αναγνώστες και επικεντρωμένη σε περιοδικές εκδόσεις που δημοσιεύουν πρώτες τα νέα διηγήματα των διασημότερων συγγραφέων του είδους. Η κοινότητα αυτή εν πολλοίς συνιστά ένα απομονωμένο «γκέτο», διακρινόμενο με σχεδόν αδιαπέραστα στεγανά από τη συμβατική μυθοπλασία[2]. Όσον αφορά όμως τις υπόλοιπες κατηγορίες του φανταστικού υπήρχε κάποια επικάλυψη, με συγγραφείς ΕΦπου έγραφαν και τρόμο ή φάνταζυ[2]. Παράλληλα ηΕΦ διεισδύει ευρύτερα καισε άλλα μέσα πληντου γραπτού λόγου, μετα αμερικανικά κόμικς υπερηρώων της εποχής να δανείζονται σκηνικά και μοτίβα από την επιστημονική φαντασία, ενώ την ίδια στιγμή μία πλειάδα σχετικών κινηματογραφικών παραγωγών, κυρίως αμερικανικών και αγγλικών, εμφανίζονται κατά τη δεκαετία του 1950. Οι περισσότερες ήταν β' διαλογής ταινίες, υβρίδια τρόμου καιΕΦ. Κάποιες που ξεχώρισαν γιατο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ήταν οΑπαγορευμένος πλανήτης, Η ώρα των ΤριφίδωνκαιτοΧωριό των καταραμένων.
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσε οΦίλιπ Ντικ, ο οποίος ξεκίνησε μία αντισυμβατική συγγραφική καριέρα κατά τη δεκαετία του 1950 για να απογειωθεί μετά το 1962 και τη βράβευσή τουγιατο μυθιστόρημά τουΟ Άνθρωπος στο Ψηλό Κάστρο. ΟΝτικ έδωσε έμφαση σεπιο ρεαλιστικούς και καθημερινούς ήρωες αναμεμειγμένους σεπιο παράδοξες καταστάσεις. Η θεματολογία του επεκτάθηκε και άγγιξε τη φιλοσοφία: υφή της πραγματικότητας, γνωσιολογικός σκεπτικισμός, μεταφυσική, έννοια της συνείδησης, κρατική βία, υποκειμενική πρόσληψη του κόσμου. Η αφήγησή του έγινε αντισυμβατική, κατακερματισμένη, βασανιστική. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης καιοΟυίλιαμ Μπάροουζ, ένας μοντερνιστής και αβάν γκαρντμπίτνικ συγγραφέας της εποχής, κάποια έργα του οποίου φλερτάρουν μετην επιστημονική φαντασία και πράγματι θα επηρεάσουν συγγραφείς του φανταστικού στο μέλλον.
Το 1965 εκδόθηκε το μυθιστόρημα Ντιουντου δημοσιογράφου Φρανκ Χέρμπερτ (αφού πρώτα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Astounding Science Fiction το 1963)[11], το οποίο ανκαι διαδραματιζόταν στο απώτατο μέλλον, σε έναν Γαλαξία αποικισμένο από τους Ανθρώπους και πλημμυρισμένο με παράξενα μηχανήματα, δεν έδινε έμφαση στις θετικές επιστήμες αλλά στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία, στην οικολογία καιστην ψυχολογία – στις «ήπιες επιστήμες»[9]. Παράλληλα αποτελούσε εξέλιξη της διαστημικής όπερας και συνέχιζε την παράδοση της περιγραφής μίας επικών διαστάσεων ιστορίας σε έναν απόλυτα αυτοσυνεπή, φανταστικό κόσμο, παράδοση που είχε ξεκινήσει μεταπολεμικά (σε τόσο μεγάλο βαθμό τουλάχιστον) το φάνταζυ μυθιστόρημα Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, του φιλολόγου Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν. Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση με τις ως τότε καθιερωμένες φόρμες, εισήχθη ο όρος ήπια επιστημονική φαντασία[9]γιανα περιγραφούν τα εγχειρήματα τύπου Ντιουν, σε αντίθεση μετησκληρή επιστημονική φαντασίατου παλαιότερου κύριου ρεύματος, η οποία επικεντρωνόταν στις θετικές επιστήμες.
Ταυτόχρονα η επιρροή της ΕΦ εκτός λογοτεχνίας αυξάνεται όλο και περισσότερο, με αποκορύφωμα την κινηματογραφική διασκευή το 1968 δύο μυθιστορημάτων ΕΦμε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία: το2001: Η Οδύσσεια του ΔιαστήματοςτουΣτάνλεϊ Κιούμπρικ, βασισμένο σε βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκπου γραφόταν ταυτόχρονα μετο σενάριο της ταινίας, καιοΠλανήτης των πιθήκων, με πρωταγωνιστή τον διάσημο ηθοποιό τουΧόλιγουντΤσάρλτον Ίστον. Την ίδια στιγμή στην αμερικανική τηλεόραση αρχίζει να προβάλλεται η εβδομαδιαία σειρά ΣταρΤρεκ (1966 - 1969), μία ώριμη διαστημική όπερα που αποκτά φανατικό κοινό, ενώ τα ιαπωνικά κόμικς μάνγκα αρχίζουν όλο και περισσότερο να βασίζονται στην αισθητική καιτη θεματολογία του χώρου. Σύντομα ηΕΦ εξαπλώνεται καιστα κόμικς της Δύσης πέρα από τις συνηθισμένες ιστορίες υπερηρώων, οπότε αποκτά ευρύτερη φήμη και αναγνώριση.
Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ηΕΦ, έχοντας ήδη επηρεαστεί από συγγραφείς τύπου Ντικ, Μπάροουζ ή Χέρμπερτ, μεταλλάχτηκε περαιτέρω υπό την επίδραση της αντικουλτούραςκαιτου ριζοσπαστικού, αντικαθεστωτικού κλίματος της εποχής. Έτσι εμφανίστηκε τοΝέο Κύμα της επιστημονικής φαντασίας, εκφραζόμενο από τονΧάρλαν Έλισον, τονΤζέιμς Μπάλαρντ, τηνΟύρσουλα Λε Γκουίν, τονΡότζερ Ζελάζνυκαι άλλους[9]. Η γενιά αυτή καταφέρθηκε εναντίον της άκρατης τεχνολογικής εξέλιξης, στράφηκε στα ρεαλιστικά προβλήματα της Γης του άμεσου μέλλοντος, παρουσίασε μία εγγενή απαισιοδοξία και συμμερίστηκε την οργή των νέων απέναντι στις απαρχαιωμένες δομές της κοινωνίας, ενώ αναζητούσε τη λογοτεχνική καταγωγή της περισσότερο στις κοινωνικές δυστοπίες του Χάξλεϊ καιτου Όργουελ παρά στους αστραφτερούς κόσμους τουΚλαρκκαιτου Ασίμοφ. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα – ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιον βαθμό – γιατην καλλιέργεια των εκφραστικών μέσων, γιατην όμορφη πρόζα καιγιατην κατάρριψη των φραγμάτων μεταξύ της ΕΦκαι της συμβατικής λογοτεχνίας[9]. Φυσικά οι αλλαγές αυτές δεν εξάλειψαν το κύριο ρεύμα της σκληρής ΕΦπου συνέχισε να τροφοδοτεί την κοινότητα με βιβλία όπως τοΑκόμα καιοι Θεοί (1972) του Ασίμοφ, τοΡαντεβού μετον Ράμα (1972) τουΚλαρκκλπ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η κινηματογραφική ΕΦ αποκτά νέα ώθηση με μία πληθώρα νέων και αξιόλογων παραγωγών, πολλές από τις οποίες βασίζονταν σε προγενέστερα μυθιστορήματα ή διηγήματα: Σόιλεντ Γκριν (1973), Ζάρντοζ (1974), Σολάρις (1972) κλπ. Όμως μία σειρά από εξαιρετικά επιτυχημένες ταινίες στα τέλη της δεκαετίας είναι πουθα κάνουν το είδος πρώτο στις κινηματογραφικές εισπράξεις: Στενές επαφές τρίτου τύπουτουΣτίβεν Σπίλμπεργκ (1977), Mad MaxτουΤζορτζ Μίλερ (1979), AlienτουΡίντλεϊ Σκοτ (1979) και, πάνω απ' όλα, Ο Πόλεμος των ΆστρωντουΤζορτζ Λούκας. Το τελευταίο ήταν μία παραμυθένια διαστημική όπερα που έμοιαζε με τις ιστορίες του Μεσοπολέμου, μακριά από τους προβληματισμούς του Νέου Κύματος αλλά και από την επιστημονική ακρίβεια της σκληρής ΕΦ. ΑνκαιτοΣταρΤρεκ είχε σταματήσει από καιρό, η επιτυχία τουΠολέμου των Άστρων οδηγεί σε μία πλειάδα νέων αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, κυρίως από τον χώρο της διαστημικής όπερας (π.χ. Battlestar Galactica). Παράλληλα οΑλεχάντρο ΓιοντορόφσκικαιοΜόμπιους κυκλοφορούν τοΙνκάλ, μία επηρεαστική σειρά κόμικς που διαδραματίζονται σε ένα ιδιόρρυθμο, σχεδόν σουρεαλιστικό σύμπαν διαστημικής όπερας. Η προεργασία γιατοΙνκάλ είχε γίνει ήδη από το 1975, όταν ο Γιοντορόφσκι προέβη σε μία αποτυχημένη προσπάθεια κινηματογραφικής διασκευής τουΝτιουν.
Την ίδια περίοδο η επανάσταση τωνμικροϋπολογιστών, περί τα μέσα του ‘70, έκανε την υψηλή τεχνολογία προσιτή από οικονομική και πρακτική άποψη. Τότε εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο περιθωριακές κοινότητες ατόμων πουδεν διαμορφώθηκαν από μουσικές, πολιτικές ή αισθητικές προτιμήσεις, αλλά από την ενασχόλησή τους μεταψηφιακά συστήματακαιτα υπολογιστικά ή τηλεφωνικά τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Το αποτέλεσμα είναι στα τέλη της δεκαετίας του ’70 να αναδυθεί το ρεύμα τουκυβερνοπάνκ, με εκπροσώπους συγγραφείς όπως οΜπρους ΣτέρλινγκκαιοΓουίλιαμ Γκίμπσον[12]. Το κυβερνοπάνκ συνέχισε την παράδοση του Νέου Κύματος σχετικά μετη στροφή στηΓητου κοντινού μέλλοντος με σκοπό να υποδείξει τους κινδύνους και τις προοπτικές που ενείχαν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η μεταβιομηχανική κοινωνία καιη διαρροή επίκαιρης υψηλής τεχνολογίας (κυρίως βιοτεχνολογίας και προϊόντων της επιστήμης υπολογιστών) στο ευρύ κοινό. Γιατην περιγραφή του νέου ρεύματος προέκυψε σύντομα ο όρος κυβερνοπάνκ, ο οποίος ένωνε τον κόσμο της πληροφορικής και της κυβερνητικήςμε περιθωριακές σκηνές οργανωμένης αμφισβήτησης όπως οιπανκ, καθώς στα περισσότερα έργα του ρεύματος πρωταγωνιστούσαν αντιήρωες και παράνομοι χάκερτου μέλλοντος. Η διεθνής αναγνώριση του κινήματος έφτασε τελικά το 1984 όταν το κυβερνοπάνκ μυθιστόρημα Νευρομάντης, του Γκίμπσον, κέρδισε τα βραβεία Nebula, HugoκαιPhilip K. Dick, δύο έτη μετά την προβολή τουBlade Runner, μίας κινηματογραφικής ταινίας τουΡίντλεϊ Σκοτ βασισμένη στο μυθιστόρημα τουΦίλιπ Κ. ΝτικΤο Ηλεκτρικό Πρόβατο, και κατόρθωνε να οπτικοποιήσει το νέο ρεύμα.[4]Ο έμφυτος μεταμοντερνισμόςστη γραφή του Γκίμπσον[4]καιη νουάρ αισθητική τουθα καταστήσουν τηνΕΦ, ίσως για πρώτη φορά, αντικείμενο διεξοδικών λογοτεχνικών αναλύσεων.
Παράλληλα μετην εμφάνιση του κυβερνοπάνκ γνωρίζει αναβίωση καιη λογοτεχνική διαστημική όπερα στις αρχές της δεκαετίας του '80, μία αναβίωση η οποία συνεχίζεται ως σήμερα. Σε αυτή τη νέα μορφή της είναι επηρεασμένη από το κυβερνοπάνκ, με έναν χαρακτήρα πιο σκοτεινό, μεγάλη επιστημονική ακρίβεια, εστίαση σε νέες τεχνολογίες και έμφαση στην ανάπτυξη χαρακτήρων. Συγγραφείς του χώρου, οι περισσότεροι Βρετανοί, είναι οΠίτερ Χάμιλτον, οΤζον Χάρισον, οΣτίβεν Μπάξτερκλπ. Νέες ιδέες και αξιοσημείωτες μελλοντικές τεχνολογίες, οι οποίες τώρα βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο, κάνουν την εμφάνισή τους στην επιστημονική φαντασία, όπως ηνανοτεχνολογία, ητεχνητή νοημοσύνη ή η έννοια της τεχνολογικής μοναδικότητας (singularity) η οποία τώρα αποκρυσταλλώνεται. Υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά και μετά τη μνημειώδη επιτυχία τουΠολέμου των Άστρων, τοΣταρΤρεκ αναγεννιέται, πρώτα ως σειρά κινηματογραφικών ταινιών και μετά ως μία νέα τηλεοπτική σειρά τοποθετημένη στο ίδιο αφηγηματικό σύμπαν μετην παλιά. Παράλληλα οι ταινίες ΕΦτου Χόλιγουντ, όπως οΕξολοθρευτήςτουΤζέιμς Κάμεροντο 1984 ή οRoboCopτουΠολ Βερχόφεντο 1987, μετατρέπουν το είδος σε ακρογωνιαίο λίθο της ποπ κουλτούρας. Τη δεκαετία του 1990 η αγορά της τηλεοπτικής επιστημονικής φαντασίας θα εκραγεί με ποικίλες σειρές υψηλής ποιότητας που αποκτούν διεθνώς φανατικό κοινό (π. χ. Babylon 5, Γη 2, Σίκουεστ, The X-Filesκλπ). Μετά τη μεγάλη επιτυχία της ταινίας The Matrixτο 1999, το κυβερνοπάνκ αλλά καιη εικονική πραγματικότητα, ιδέα που έχει εξερευνηθεί κατά κόρον στην επιστημονική φαντασία υπό διάφορες οπτικές γωνίες, διαδίδονται ευρύτερα.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από την ευρύτερη επικράτεια του κυβερνοπάνκ ξεπήδησε τοατμοπάνκ (steampunk), ένα λογοτεχνικό ρεύμα το οποίο δεν έχει τόσο εμφανή δυστοπικό χαρακτήρα και όπου το σκηνικό της ιστορίας τοποθετείται όχι στο κοντινό μέλλον, αλλά σε έναν εναλλακτικό 19ο αιώνα· μετά τηβιομηχανική επανάσταση αλλά πριντην εξάπλωση της ηλεκτροδότησης. Η τεχνολογία στους ατμοπάνκ κόσμους είναι συνήθως πιο προηγμένη σε σχέση μετην πραγματική τεχνολογία της εποχής αλλά, ελλείψει ηλεκτρονικών στοιχείων, βασίζεται στη δύναμη του ατμού καιτων κουρδιστών μηχανισμών, όπως πράγματι γινόταν τότε. Κατά τα άλλα, η κοινωνία, η αισθητική καιη ατμόσφαιρα συνήθως αντανακλούν επακριβώς τις συμβάσεις του βικτοριανού κόσμου. Το ατμοπάνκ εμφανίστηκε όταν κάποιοι συγγραφείς άρχισαν συνειδητά να μιμούνται τα πρώιμα έργα ΕΦπου γράφτηκαν πριν από τονΑ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμβολιάζοντάς τα όμως με δόσεις του πολύ επίκαιρου κυβερνοπάνκ. Ορισμένοι μάλιστα πειραματίστηκαν τοποθετώντας το σκηνικό των ιστοριών τους ακόμη πιο πίσω χρονικά, συχνά στονΜεσαίωνα, διατηρώντας όμως την τεχνολογία του ατμού καιτων κουρδιστών μηχανισμών ως κεντρικούς πυλώνες του κόσμου τους. Μετά το 1990 το ατμοπάνκ άρχισε να απομακρύνεται από τις κυβερνοπάνκ ρίζες του: η αισθητική καιτα μοτίβα του άρχισαν να χρησιμοποιούνται ακόμη καισε έργα φάνταζυ καινα τοποθετούνται δίπλα-δίπλα μετα υπερφυσικά και μαγικά στοιχεία που αφθονούν στο είδος αυτό.
Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι τομετακυβερνοπάνκ (postcyberpunk), ένα σύνολο έργων με εμφανή κυβερνοπάνκ χαρακτήρα αλλά με κεντρικούς ήρωες που επιχειρούν συνειδητά να βελτιώσουν το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, ή έστω νατο διατηρήσουν καινα αποτρέψουν περαιτέρω παρακμή του (π.χ. τα μυθιστορήματα τουΝιλ Στίβενσον). Οι πρωταγωνιστές συνήθως είναι πιο ενεργά και σεβαστά μέλη της κοινωνίας σε σχέση με τους περιθωριακούς παρανόμους του Γκίμπσον, ενώ οι νέες τεχνολογίες τουεικοστού πρώτου αιώνα παρουσιάζονται λιγότερο αλλοτριωτικές και υπό ένα θετικότερο πρίσμα. Ταυτόχρονα το κυβερνοπάνκ αναμείχθηκε μεπιο παραδοσιακές μορφές του φανταστικού σε διάφορα αφηγηματικά μέσα (μυθιστορήματα, διηγήματα, κινηματογραφικές ταινίες, βιντεοπαιχνίδια, μουσικούς δίσκους κλπ) και έπαψε να είναι ένα πρωτοποριακό καλλιτεχνικό γκέτο. Στην αυγή του νέου αιώνα αποτελούσε μία προεξάρχουσα μορφή επιστημονικής φαντασίας, όχι τόσο διακριτή πλέον, αλλά επηρεαστική όσο λίγες.
Στην Ελλάδα η επιστημονική φαντασία δεν παρουσιάζει μεγάλη διάδοση, είτε από πλευράς αναγνωστικού κοινού είτε από πλευράς λογοτεχνικής παραγωγής. Σε επίπεδο περιοδικών εκδόσεων (ένας παραδοσιακός τρόπος διάδοσης του είδους στο εξωτερικό λόγω της εκτεταμένης χρήσης της φόρμας του διηγήματος, αλλά και φυτώριο νέων συγγραφέων), έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες, με μακροβιότερη αυτή τουΑπαγορευμένου Πλανήτη (εκδόσεις ARS LONGA), το οποίο όμως δεν δημοσίευε Έλληνες συγγραφείς. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη το περιοδικό Φανταστικά Χρονικάπου εκδίδεται από την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας.
Όσον αφορά τους συγγραφείς, από την προηγούμενη γενιά ξεχωρίζουν τα ονόματα τωνΔιαμαντή Φλωράκη, Στυλιανού Μωυσείδη, Μάκη Πανώριου, Γιώργου Μπαλάνου, ενώ μετά το 2000 άρχισε να εμφανίζεται μια νέα γενιά συγγραφέων με εκδόσεις μυθιστορημάτων και συλλογών διηγημάτων, όπως οΝίκος Βλαντής, ο Παναγιώτης Κούστας, ο Γιάννης Χατζηχρήστος, ο Αλέκος Παπαδόπουλος καιο Μιχάλης Μανωλιός.
Στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί μία απροθυμία των εκδοτικών οίκων να ονομάσουν «επιστημονική φαντασία» ελληνικά ή ξένα έργα που εκδίδουν και εμπίπτουν στο είδος, ίσως διότι επικρατεί η αντίληψη ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι προκατειλημμένο αρνητικά απέναντι στην επιστημονική φαντασία, θεωρώντας την παραλογοτεχνία ή λογοτεχνία φυγής. Παρ' όλα αυτά, εν έτει 2009, υπάρχουν τέσσερις εκδοτικοί οίκοι των οποίων η επιστημονική φαντασία αποτελεί βασικό ή και μοναδικό πεδίο της εκδοτικής τους δραστηριότητας. Οι εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ, οι εκδόσεις Locus-7, οι εκδόσεις ANUBIS καιοι εκδόσεις ΤΡΙΤΩΝ.