ΤοΕυρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ, γνωστό και ώς Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΔΔΑ, συχνά αναφέρεται ανεπίσημα και ως Δικαστήριο του Στρασβούργου),[1] ιδρύθηκε το 1959 με σκοπό να συστηματοποιήσει την εξέταση προσφυγών που αφορούν σταανθρώπινα δικαιώματα κατά των κρατών μελών βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου,[2]η οποία υιοθετήθηκε από τοΣυμβούλιο της Ευρώπηςτο1950. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της εφαρμογής της Σύμβασης, εκδικάζοντας προσφυγές πολιτών κατά παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από κράτη μέλη, όπως διάφορες αστικές και πολιτικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγουκαι της θρησκείαςκαιτου δικαιώματος σεμια δίκαιη δίκη.[3]
Πρόκειται γιατον πρώτο σε διεθνές επίπεδο δικαστικό μηχανισμό προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρέχει τη δυνατότητα τόσο διακρατικής όσο και ατομικής προσφυγής, μετά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι δεσμευτικές.[3]ΗΕπιτροπή Υπουργώντου Συμβουλίου της Ευρώπης επιμελείται της πιστής εφαρμογής και εκτέλεσης των αποφάσεων τουΕΔΑΔεκ μέρους των κρατών μελών.[4]
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εδρεύει στοΣτρασβούργο της Γαλλίας. Αποτελείται από περισσότερους από 40 δικαστές που εκλέγονται γιαμη ανανεώσιμες θητείες εννέα ετών.[3] Συνολικά, το Δικαστήριο αποτελείται από 5 τμήματα, όπου το καθένα έχει έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και επτά δικαστές.[5]Σε υποθέσεις μικρότερης βαρύτητας αναλαμβάνει μια επιτροπή τριών δικαστών, ενώ σε υποθέσεις μεγαλύτερης βαρύτητας μπορεί να συγκληθεί μια επιτροπή ευρείας σύνθεσης 17 δικαστών.[6][3] Κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης διαθέτει στο Δικαστήριο από έναν δικαστή.[5] Από ελληνικής πλευράς, μετέχει ο Ιωάννης Κτιστάκις (2021-2030).[7]
Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.[9]Η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων μειώθηκε από το ανώτατο όριο των 151.600 το 2011, εν μέρει λόγω βελτιωμένης απόρριψης προσφυγών στο στάδιο του παραδεκτού. Το 2021, συνολικά είχαν εξεταστεί 36.092 προσφυγές.[10]
Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από 46 κράτη μέλη τουΣυμβουλίου της Ευρώπης.[9]
Η ένταξη νέων κρατών στηνΕυρωπαϊκή Σύμβαση γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου μετά την πτώση τουΤείχους του Βερολίνουτο 1989 οδήγησε σε απότομη αύξηση των προσφυγών που κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Η αποτελεσματικότητα του δικαστηρίου απειλήθηκε σοβαρά από τη μεγάλη συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων.
Το 1999, 8.400 υποθέσεις τέθηκαν σε ακρόαση. Το 2009 υπήρξαν 57.200 προσφυγές, με 119.300 να βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Λόγω της συσσώρευσης των εκκρεμών υποθέσεων, το 2010 τέθηκε σε ισχύ το Πρωτόκολλο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπου ένας νέος μηχανισμός εισήχθη γιανα βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών, προκειμένου να διατηρηθεί καινα βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου μακροπρόθεσμα.[11][12]
Το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης, εκτός από το Βατικανό, τη Λευκορωσία καιτη Ρωσία. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου διαιρείται γενικά σε διακρατικές υποθέσεις, προσφυγές ιδιωτών κατά συμβαλλόμενων κρατών και συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις σύμφωνα μετο πρωτόκολλο 2. Οι προσφυγές από ιδιώτες αποτελούν την πλειονότητα των υποθέσεων που εκδικάζονται από το δικαστήριο. Η εκδίκαση των υποθέσεων πραγματοποιείται είτε από επιτροπή από τρεις δικαστές, είτε σε τμήματα αποτελούμενα από επτά δικαστές ή σε ένα τμήμα ευρείας σύνθεσης αποτελούμενο από 17 δικαστές.[13][6]
Δυνατότητα προσφυγής στοΕΔΑΔ έχει κάθε πολίτης ατομικά καθώς και κάθε μη κυβερνητική οργάνωση ή ομάδα ατόμων. Δεν μπορεί να προσφύγει σε αυτό δημόσια υπηρεσία ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Η προσφυγή στρέφεται κατά κράτους και ποτέ κατά ιδιώτη. Γιανα γίνει η προσφυγή αρκεί μια επιστολή στη Γραμματεία της Διεύθυνσης του Δικαστηρίου —ακόμη καιμετο ταχυδρομείο— στη μητρική γλώσσα του προσφεύγοντος.[14][15]
Δύο είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται γιατην άσκηση προσφυγής[16]:
(α) να έχει παραβιάσει ένα κράτος μέλος της ΕΣΔΑ κάποια από τις διατάξεις της και
(β) ο πολίτης να έχει εξαντλήσει τα εσωτερικά (εθνικά) ένδικα μέσα κατά της προσβολής αυτής.
Μόλις εγγραφεί στο δικαστήριο, η υπόθεση ανατίθεται σε εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να λάβει οριστική απόφαση γιατοαν πληρούνται τα κριτήρια του παραδεκτού ή ανη υπόθεση είναι απαράδεκτη. Μια υπόθεση μπορεί να είναι απαράδεκτη όταν είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις των ratione materiae, ratione temporis ή ratione personae, ή εάν η υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί για τυπικούς λόγους, όπως ημη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, η πάροδος των έξι μηνών από την τελευταία εσωτερική απόφαση γιατην οποία καταγγέλθηκε, ανωνυμία, ουσιαστική ταυτότητα με θέμα που έχει ήδη υποβληθεί στο δικαστήριο ή με άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας.[6][17]
Εάν ο εισηγητής δικαστής αποφασίσει ότι η υπόθεση μπορεί να προχωρήσει, η υπόθεση παραπέμπεται στη συνέχεια σε τμήμα του δικαστηρίου το οποίο, εκτός εάν αποφασίσει ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη, κοινοποιεί την υπόθεση στην κυβέρνηση του κράτους κατά του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, ζητώντας η κυβέρνηση να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις της γιατην υπόθεση.[6] Επίσημος εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους στο Δικαστήριο είναι τοΝομικό Συμβούλιο του Κράτουςκαι τις υποθέσεις χειρίζονται τα στελέχη του υπό τις οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές τουΥπουργείου Εξωτερικών.
ΤοΕΔΑΔ αποφαίνεται επί της προσφυγής διαπιστώνοντας ανη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη του κράτους έχει παραβιάσει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος με δυνατότητα να επιδικάσει και αποζημίωση για έξοδα και ηθική βλάβη. Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές γιατα κράτη, όμως δεν υπάρχει μηχανισμός αναγκαστικής επιβολής τους. Σε περίπτωση που έχει διαπιστωθεί παραβίαση, η οποία παρά την απόφαση δεν αίρεται, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει επιπλέον χρηματική αποζημίωση στον πολίτη. Εάν η πράξη παραβίασης είναι νομοθετικό μέτρο, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία νατο ακυρώσει, παρά μόνο νατο κρίνει αντίθετο μετηνΕΣΔΑκαινα επιδικάσει αποζημίωση σε όσους θιγέντες προσφύγουν σε αυτό. Η αρνητική δημοσιότητα που προκαλούν οι αποφάσεις του, καθώς καιη βεβαιότητα ότι, αν δικαιώθηκε ένας, θα δικαιωθούν και άλλοι πουθα προσφύγουν στο μέλλον, αρκούν συνήθως, ώστε το κράτος να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία καινα παύσει την προσβολή.
Οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου μπορεί να προσφύγει εναντίον άλλου συμβαλλόμενου κράτους στο δικαστήριο για εικαζόμενες παραβιάσεις της Σύμβασης, ανκαιστην πράξη αυτό είναι πολύ σπάνιο. Μέχρι το 2021, πέντε διακρατικές υποθέσεις έχουν κριθεί από το δικαστήριο.[13]
Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. 5310/71), απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1978 σχετικά μετην απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη Βόρεια Ιρλανδία (άρθ. 3).
Δανία κατά Τουρκίας (αρ. 34382/97), απόφαση της 5ης Απριλίου 2000 για την επικύρωση φιλικού διακανονισμού ύψους 450.000 DKK σχετικά με έναν Δανό υπήκοο που εκρατείτο στην Τουρκία (άρθ. 3).
Κύπρος κατά Τουρκίας (IV) (αρ. 25781/94), απόφαση της 10ης Μαΐου 2001 για τη μεταχείριση των αγνοουμένων (άρθ. 2, 3 και 5), το δικαίωμα επιστροφής των Ελλήνων που έχουν διαφύγει στο νότο (άρθρο 8, 13 και P1-1), τα δικαιώματα των Ελλήνων που εξακολουθούν ναζουνστο βορρά (άρθ. 3, 8, 9, 10, 13, P1-1, P1-2) καιη δίκη από στρατοδικεία (άρθ. 6). Μια μεταγενέστερη απόφαση της 12ης Μαΐου 2014 επιδίκασε 90 εκ. ευρώ ως «δίκαιη ικανοποίηση» (άρθ. 41).
Γεωργία κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας (I) (αρ. 13255/07), απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 σχετικά μετη συλλογική απέλαση Γεωργιανών από τη Ρωσία (άρθ. 3, 5, 13, 38, P4-4) καιτημη συνεργασία της Ρωσίας μετο δικαστήριο (άρθ. 38).
Γεωργία κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΙΙ) (αρ. 38263/08), απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021.
Η Επιτροπή Υπουργών μπορεί, κατά πλειοψηφία, να ζητήσει από το δικαστήριο να εκδώσει γνωμοδότηση συμβουλευτικού χαρακτήρα, σχετικά μετην ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εκτός εάν το θέμα αφορά το περιεχόμενο καιτο εύρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που έχει ήδη εξετάσει το δικαστήριο.[13]
Οι αποφάσεις τουΕΔΔΑ έχουν διευρύνει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε συμβαλλόμενη χώρα. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, ατομικά και πολιτικά, που κατοχυρώθηκαν περιλαμβάνουν[2]:
Άρθρο 2: δικαίωμα στη ζωή, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης της θανατικής ποινήςκαι της αποτελεσματικής διερεύνησης θανάτων ατόμων υπό κράτηση και θανάτων λόγω ενδοοικογενειακής βίας.
Άρθρο 3: απαγόρευση βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης, τερματισμός της αστυνομικής βίας και υπερβολικά κακές συνθήκες στις φυλακές, απαγόρευση της αναγκαστικής στείρωσης.
Άρθρο 4: ποινικοποίηση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας, όπως επίσης της εμπορίας ανθρώπωνσε πολλές χώρες.
Άρθρο 5: προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, όπως ο τερματισμός της μακροχρόνιας προφυλάκισης που οδήγησε αθώους ανθρώπους στη φυλακή για χρόνια.
Άρθρο 6: δικαίωμα σεμια δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης άδικων καταδικαστικών αποφάσεων, του περιορισμού της διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών γιατην αποφυγή άδικων καθυστερήσεων και της διασφάλισης της δικαστικής αμεροληψίας.
Άρθρο 8:
Δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής ζωής, το οποίο περιλαμβάνει όρια στις υποκλοπές καιτην αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας,
Δικαίωμα σεβασμού οικογενειακής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του τερματισμού των καθεστώτων επιμέλειας παιδιών που έκαναν διακρίσεις σε βάρος ανδρών, LGBT ατόμων και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Άρθρο 9: ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, συμπεριλαμβανομένης της αντίρρησης συνείδησης, του δικαιώματος κατά τουπροσηλυτισμού, των αδικαιολόγητων βαρών γιατην άσκηση της θρησκείας, της κρατικής παρέμβασης σε θρησκευτικές οργανώσεις.
Άρθρο 10: προστασία της ελευθερίας του λόγου, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των νόμων περί συκοφαντικής δυσφήμισηςπου απαγόρευαν την έκφραση μη κολακευτικών απόψεων ή επέβαλαν υπερβολικές κυρώσεις, προστασία για καταγγέλλοντες και δημοσιογράφους που αποκάλυπταν την πολιτική διαφθορά ή επέκριναν κυβερνήσεις.
Άρθρο 11: ελευθερία του συνέρχεσθαι καιτου συνεταιρίζεσθαι, όπως το δικαίωμα διοργάνωσης παρελάσεων και πολιτικών διαδηλώσεων.
Άρθρο 14 και Πρωτόκολλο 12: απαγόρευση τωνδιακρίσεων, όπως οι μορφές θεσμικού ρατσισμού κατά των Ρομά.
Πρωτόκολλο 1, άρθρο 1: δικαίωμα στην ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν παράνομα από το κράτος και δίκαιη αποζημίωση για απαλλοτρίωση.
Το 58% των παραβιάσεων που έχουν εκδικαστεί αφορούν το άρθρο 6, σχετικά μετο δικαίωμα σεμια δίκαιη δίκη καιτο πρωτόκολλο 1 (άρθ. 1), σχετικά μετο δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Στο 11% των περιπτώσεων, υπήρξε σοβαρή παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης, σχετικά μετο δικαίωμα στη ζωή ή την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελεστικής μεταχείρισης.[18]
Κατατη διάρκεια των τελευταίων ετών, λόγω της εισροής μεγάλου όγκου προσφυγών με παρόμοια προβλήματα, έχει αναπτυχθεί ένας μηχανισμός επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδίκασής τους. Τα προβλήματα αυτά ονομάζονται «συστημικά» και προέρχονται από την ασυμβατότητα του εσωτερικού δικαίου του κράτους μετη Σύμβαση. Με βάση τη διαδικασία, εξετάζεται μόνο μία ή ορισμένες από τις υποθέσεις και αναβάλλεται η εξέταση των υπολοίπων όμοιων προσφυγών. Έτσι, αφού έχει εκδοθεί μια «πιλοτική» απόφαση, το εμπλεκόμενο κράτος καλείται να προσαρμόσει τη νομοθεσία του στις επιταγές της Σύμβασης καινα εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα πουτου έχουν υποδειχθεί.[18]
Διάγραμμα επεξεργασίας υποθέσεων τουΕΔΑΔγια τις ατομικές προσφυγές.
Μετά την προκαταρκτική διαπίστωση του παραδεκτού, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση και από τα δύο μέρη. Το δικαστήριο μπορεί να διεξάγει οποιαδήποτε έρευνα κρίνει αναγκαία γιατα γεγονότα ή τα ζητήματα που εγείρονται στην προσφυγή καιτα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να παράσχουν στο δικαστήριο κάθε απαραίτητη βοήθεια γιατο σκοπό αυτό.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση γιατα Δικαιώματα του Ανθρώπου απαιτεί όλες οι ακροάσεις να είναι δημόσιες, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη διεξαγωγή ιδιωτικής ακρόασης. Στην πράξη, η πλειονότητα των υποθέσεων εκδικάζεται ιδιωτικά μετά από γραπτά υπομνήματα. Σε εμπιστευτικές διαδικασίες, το δικαστήριο μπορεί να βοηθήσει καιτα δύο μέρη να οδηγηθούν σε φιλικό συμβιβασμό.[18]
Η απόφαση της επιτροπής τριών δικαστών είναι οριστική. Η απόφαση του επταμελούς τμήματος του δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη τρεις μήνες μετά την έκδοσή της, εκτός και εάν γίνει παραπομπή στο τμήμα ευρείας σύνθεσης για επανεξέταση ή έφεση. Εάν το τμήμα αυτό απορρίψει την αίτηση παραπομπής, η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.[6]
Το κάθε τμήμα του δικαστηρίου αποφασίζει τόσο γιατο παραδεκτό όσο καιγιατην ουσία της υπόθεσης. Γενικά, καιτα δύο αυτά ζητήματα αντιμετωπίζονται μετην ίδια κρίση. Στις τελεσίδικες αποφάσεις, το δικαστήριο δηλώνει ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος παραβίασε τη Σύμβαση και μπορεί να διατάξει το κράτος αυτό να καταβάλει αποζημίωση για ηθική βλάβη καιτα νομικά έξοδα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια καιστο ευρωπαϊκό δικαστήριο γιατην εξέταση της υπόθεσης.
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι διαθέσιμες στο κοινό και πρέπει να περιέχουν την επιχειρηματολογία πουνα δικαιολογεί την απόφαση. Το άρθρο 46 της Σύμβασης ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν την απόφαση του δικαστηρίου, καθώς οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές. Από την άλλη πλευρά, οι γνωμοδοτήσεις είναι, εξ ορισμού, μη δεσμευτικές. Το δικαστήριο έχει μέχρι σήμερα αποφασίσει ότι βάσει της Σύμβασης δεν έχει τη δικαιοδοσία να ακυρώνει εθνικούς νόμους ή διοικητικές πρακτικές που παραβιάζουν τη Σύμβαση.[6]
Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι επιφορτισμένη μετην εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων του δικαστηρίου. Η Επιτροπή επιβλέπει τις αλλαγές των συμβαλλόμενων κρατών στην εθνική τους νομοθεσία προκειμένου να είναι συμβατή μετη Σύμβαση ή μετα μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα κράτη γιατην αποκατάσταση των παραβιάσεων.
Οι διασκέψεις πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Τα τμήματα αποφασίζουν τις υποθέσεις κατά πλειοψηφία. Κάθε δικαστής που μειοψηφεί έχει τη δυνατότητα να επισυνάψει στην απόφαση ξεχωριστή προσωπική γνώμη. Αυτή η γνώμη μπορεί να συμφωνεί, αλλά να βασίζεται σε διαφορετικό σκεπτικό ή να διαφωνεί μετην απόφαση του δικαστηρίου.[18]
Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που ονομάζεται «δίκαιη ικανοποίηση».[18]Τα ποσά είναι συνήθως μικρά σε σύγκριση με τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και σπάνια υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ συντα νομικά έξοδα.[19]Η χρηματική ικανοποίηση συσχετίζεται στενότερα μετοτι μπορεί να πληρώσει το κράτος παρά μετη συγκεκριμένη ζημία που υπέστη ο καταγγέλλων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επαναλαμβανόμενα πρότυπα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδηγούν σε υψηλότερη αποζημίωση σεμια προσπάθεια τιμωρίας του κράτους, αλλά σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα μετο σκεπτικό, μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλότερη αποζημίωση ή σε πλήρη εκδίκαση των υποθέσεων.[20][21]
↑«Presentation of the Department». Department for the Execution of Judgmentsof the European Court of Human Rights (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022.