Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|1|05|2024}}
Αυτό το λήμμα αφορά στο ζωικό προϊόν. Γιατο τριχωτό της ανθρώπινης κεφαλής, δείτε: Μαλλιά.
Τομαλλί είναι ινώδες υλικό το οποίο προέρχεται από το τρίχωμα τουπροβάτου καθώς και από άλλα ζώα. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στηνκλωστοϋφαντουργία, στον κατασκευαστικό κλάδο (μόνωση), στηγεωργία ως λίπασμα, στηχημεία ως συστατικό καλλυντικών, στην κατασκευή χαρτιούκλπ. Αναλόγως το ζώο, το μαλλί λογίζεται σε ποιότητες, καθεμιά από τις οποίες έχει διαφορετικό όνομα: μάλλινο ονομάζεται το ένδυμα από μαλλί προβάτου, κασμίρι από κατσίκα, ανκορά από κουνέλικ.ο.κ.
Σε αντίθεση μετηντρίχα, το μαλλί αποτελείται από ίνες κοντύτερες σε μήκος και λεπτότερες σε πάχος, οι οποίες έχουν την φυσική τάση να κατσαρώνουν. Το γεγονός αυτό οδηγεί τις ίνες να «γατζώνονται» η μία μετην άλλη καινα σχηματίζουν τρόπον τινά «τσαμπιά», τα οποία είναι ιδιαίτερα ανθεκτικά. Οι τρίχες συνήθως δεν διαθέτουν καθόλου πτυχώσεις (κατσάρωμα) και είναι αδύνατο το γνέσιμό τους, ενώ το μαλλί είναι ιδανικό υλικό για γνέσιμο και παραγωγή νήματος. Οι πτυχώσεις των μάλλινων ινών παγιδεύουν αέρα ανάμεσά τους, πράγμα που ευθύνεται γιατον πλούσιο όγκο του μαλλιού, σε σχέση με άλλες ίνες, γεγονός που τούς αποδίδει θερμομονωτικές ιδιότητες. Ο παγιδευμένος αέρας λειτουργεί τόσο κατά του ψύχους όσο και της ζέστης, λόγος πουτα μάλλινα ρούχα χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα καθ' όλες τις εποχές του έτους.
Ο αριθμός των πτυχώσεων ανά ίνα αποτελεί τον κύριο παράγοντα στη διαλογή ποιοτήτων μαλλιού: όσο περισσότερες πτυχώσεις, τόσο μεγαλύτερη η ποιότητα του μαλλιού, όπως π.χ. το μαλλί μερινό, το οποίο διαθέτει περί τις 100 πτυχώσεις ανά ίντσα. Η γούνα των προβάτων δεν αποτελεί εξ' ολοκλήρου γνεύσιμο μαλλί, καθώς διαθέτει και τρίχινο μέρος (αγγλ. kemp). Το ποσοστό μάλλινου προς τρίχινο μέρος διαφοροποιείται ανά είδος προβάτου και συνήθως καθορίζει
τη χρήση του προϊόντος: καθώς το μαλλί μπορεί να είναι ακατάλληλο για γνέσιμο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γέμισμα, μονωτικό υλικό ή άλλο· το πλέον κατάλληλο γίνεται συνήθως υψηλής ποιότητας ύφασμα, όπως το περίφημο τουίντ (το γνωστό στα ελληνικά ψαροκόκκαλο).
Εκτός από τις θερμομονωτικές του ιδιότητες, το μαλλί έχει ηχομονωτικές ιδιότητες, ενώ είναι υδρόφιλο, απορροφώντας περί το ⅓ του βάρους τουσε νερό. Ο κύριος όγκος μαλλιού έχει φυσικό υπόλευκο χρώμα, ωστόσο κάποιες ράτσες παράγουν φυσικό μαύρο, καφετί ή και σύμμεικτα χρώματα.
Σε σχέση με άλλες φυτικές ίνες, το μαλλί έχει υψηλό βαθμό ανάφλεξης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν «αρπάζει» φωτιά τόσο εύκολα όσο π.χ. τοβαμβάκικαιοι συνθετικές ίνες. Όταν καίγεται έχει αργό ρυθμό εξάπλωσης της φλόγας, μικρότερη επαγόμενη θερμοκρασία καιδεν βγάζει μεγάλες ποσότητες καπνού. Το μέρος που καίγεται γίνεται ανθρακόμορφο (κάρβουνο), γεγονός πουτο προφυλάσσει από την ολική καύση καιγι' αυτόν τον λόγο αποτελεί προτιμητέο υλικό στην ένδυση πατωμάτων (μοκέτες), επιφανειών (ταπετσαρίες σε οχήματα), αλλά και ειδικών ενδυμάτων, όπως στολές πυρόσβεσης, στρατιωτικός εξοπλισμός κλπ.
Η κατεργασία του μαλλιού είναι η διαδικασία κατά την οποία το ζωικό προϊόν λαμβάνεται από το ζώο καιστη συνέχεια επεξεργάζεται ώστε να μορφοποιηθεί σε νήμα. Το πρώτο στάδιο της κατεργασίας είναι το κούρεμα ή κούροςτου ζώου, το οποίο αναλαμβάνουν επαγγελματίες με ειδικά εργαλεία, τόσο μηχανικά (ψαλίδι) όσο και ηλεκτρικά. Το κούρεμα γίνεται συνήθως μία φορά το χρόνο, τηνάνοιξη, ώστε το ζώο να έχει επαρκή χρόνο να ανανεώσει το τρίχωμά τουκαι συνεπώς να διαθέτει θερμομόνωση κατά τους κρύους μήνες.
Ηπροβιάπου προκύπτει από το κούρεμα είναι ο όγκος του κουρεμένου μαλλιού, το οποίο διαχωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες: τον κύριο όγκο της προβιάς, το λεγόμενο καιποκάριπου λαμβάνεται από τη ράχη καιτο στήθος του ζώου, καιτα υπολείματα από τις κοιλιές καιτα πόδια, τα λεγόμενα καικολόκρια. Η ποιότητα της προβιάς καθορίζεται εν πολλοίς από το τρόπο κουρέματος· οι πεπειραμένοι επαγγελματίες του είδους ταξινομούν το προϊόν ανά κατηγορία, επιτυγχάνοντας έτσι μαλλιά πρώτης και δεύτερης διαλογής, τα οποία τιμολογούνται αναλόγως. Σε ορισμένες χώρες, όπως τηνΑυστραλίακαιτηΝέα Ζηλανδία, η διαλογή περιλαμβάνει και άλλους παράγοντες, όπως το ποσοστό ξένων σωμάτων, μήκος ίνας, χρώμα κλπ.
Επόμενο στάδιο της κατεργασίας είναι το καθάρισμα ή πλύσιμο του μαλλιού. Καθώς η προβιά πλένεται με ζεστό νερό και σαπούνι (ή σε βιομηχανική κλίμακα με ειδικά απορυπαντικά ή ποτάσσα) απομακρύνονται οι λεγόμενες κολλιτσίδες, που περιέχουν διάφορα σωματίδια, όπως ιδρώτα, νεκρά κύτταρα, ακαθαρσίες, εντομοκτόνα, χώματα κλπ. Από το μαλλί απομακρύνεται και μεγάλη ποσότητα λανολίνης, η οποία διαχωρίζεται χημικά από το βρώμικο νερό καιστη συνέχεια μπορεί να επεξεργαστεί για άλλες χρήσεις.
Σε παραδοσιακές βιοτεχνίες, ο καθαρισμός γίνεται συχνά μετο χέρι και χρησιμοποιείται κάποιο ελαφρύ απορυπαντικό, ώστε το παραγόμενο μαλλί να διατηρεί μια κάποια ποσότητα λανολίνης. Αυτή η ποιότητα γνέθεται εξίσου καλά και χρησιμοποιείται παραδοσιακά για πλέξιμο ημι-αδιάβροχων ρούχων, κυρίως στις βόρειες χώρες.
Στη συνέχεια το καθαρό μαλλί συλλέγεται και ακολουθεί η διαδικασία τουξεσίματος ή λανάρισμα, κατά την οποία το μαλλί χτενίζεται τρόπον τινά καιοι ίνες του τακτοποιούνται, παράγοντας ένα ομοιογενές υλικό. Μέρος της διαδικασίας αυτής είναι καιτο ξεδιάλεγμα, όπου οι μακρύτερες και καλύτερες ίνες διαχωρίζονται από τις κοντές· οιμεν προορίζονται για υφάσματα, καρπέτες και φλοκάτες καιοιδε, τα λέγομενα ρούντα, για κιλιμία και άλλα υποπροϊόντα.
Επόμενο στάδιο της κατεργασίας είναι τογνέσιμο, κατά το οποίο το λαναρισμένο μαλλί περνά από την αφρώδη μορφή σενήμα. Παραδοσιακά η εργασία αυτή γινόταν από γυναίκες, οι οποίες κρατούσαν στο ένα χέρι το ακατέργαστο μαλλί (τουλούπα) καιμετο άλλο τραβούσαν μία μικρή ποσότητα, την οποία επιμήκυναν μετη βοήθεια της ρόκας. Η επιμήκυνση καιη διαμόρφωση του νήματος γίνεται κατ' αρχήν μετοστρίψιμοτου μαλλιού, το οποίο συνενώνει τις ίνες, αφαιρεί μεγάλο όγκο αέρα που υπάρχει μεταξύ τους και τακτοποιεί τρόπον τινά τις ίνες σε ένα συνεχές, την πρώτη μορφή του νήματος. Η αρχή αυτή δεν αφορά κατ' αποκλειστικότητα την κατεργασία του μαλλιού, αλλά τις περισσότερες ίνες (π.χ. βαμβάκι) που διαμορφώνονται σε νήμα.
Στη συνέχεια το πρώτο αυτό νήμα τοποθετείται στοαδράχτι, μετη χρήση του οποίου το νήμα στρίβεται και επιμηκύνεται περαιτέρω. Στη σύγχρονη βιομηχανία η διαδικασία αυτή γίνεται από αυτοματοποιημένες μηχανές, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες νήματος, αναλόγως μετο πρωταρχικό υλικό καιμετον αριθμό στροφών ανά ίντσα (στρίψιμο). Όσο περισσότερο στριμένο και κατά συνέπεια λεπτότερο είναι το νήμα, τόσο πιο κατάλληλο είναι για ανθεκτικά υφάσματα και λέγεται στημόνι· τοπιο αραιό στρίψιμο αποδίδει πιο ντελικάτο και αέρινο νήμα, το λεγόμενο υφάδι, κατάλληλο γιαπλέξιμο. Το τελικό προϊόν αυτής της διαδικασίας είναι οι λεγόμενες κελέβες, μεγάλες κουλούρες -τρόπον τινά- συνεχούς νήματος, το οποίο στη συνέχεια βάφεται και κατόπιν τυποποιείται για πώληση ή απευθείας χρήση από τις βιοτεχνίες.
Το τελικό στάδιο της κατεργασίας είναι το βάψιμο του μαλλιού, το οποίο αφορά κυρίως το λευκό μαλλί· τα σκουρόχρωμα μαλλιά (λάϊα ή σίβα) είτε αφήνονται στο φυσικό τους χρώμα, ή βάφονται μόνο μαυρα.
Πριντη βαφή, οικελέδες εμβαπτίζονται σε ένα ειδικό λουτρό, κατά το οποίο το μαλλί προετοιμάζεται να δεχθεί το χρώμα καινα μπορέσει νατο διατηρήσει. Η διαδικασία αυτή λέγεται πρόστυψηκαι παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν στάχτη, στύψη ή καιαλάτι - στη σύγχρονη βιομηχανία χρησιμοποιούνται χημικά προϊόντα, κατάλληλα γιατην στερεοποίηση της επικείμενης βαφής.
Μετην ολοκλήρωση της πρόστυψης καιστο στράγγισμα των κελέδων, το μαλλί στη συνέχεια εμβαπτίζεται σε άλλο λουτρό, το οποίο περιέχει τη βαφή. Παραδοσιακά, η βαφή περιέχει φυτικές χρωστικές ουσίες, οι οποίες λαμβάνονται κατά κύριο λόγο από φυτά, αλλά ενίοτε και από ορυκτά, έντομα ή ασπόνδυλα: το βαθύ κόκκινο επιτυγχάνεται μετοριζάρι, τομαύρομε φλούδες καρυδιάς, τοκυανόμελουλάκι. Το λουτρό της βαφής γινόταν σε μεγάλα καζάνια, στα οποία έβραζαν τα φυτικά μέρη μαζί μετο μαλλί, διαδικασία η οποία μπορούσε να κρατήσει από μερικές ώρες έως και μέρες. Συχνά, γιανα επιτευχθεί ο σωστός ή επιθυμητός χρωματικός τόνος, το λουτρό έπρεπε να επαναληφθεί πολλές φορές, συσσωρεύοντας έτσι μεγαλύτερες ποσότητες χρωστικών στις ίνες.
Στο παρελθόν, η ποιότητα του νερού, η περιεκτικότητα του φυτού σε χρωστικές καιοι κλιματολογικές συνθήκες συχνά καθιστούσαν τη βαφή ασταθή. Ορισμένα μέρη πήραν το όνομά τους από τη σταθερή ποιότητα του αποτελέσματος, όπως το χωριό Ριζάρι της Θεσσαλίας, όπου το κόκκινο χρώμα που επιτύγχαναν ήταν κατά κύριο λόγο σταθερό, λαμπερό καιστον ίδιο χρωματικό τόνο. Ουσιαστικό μέρος της διαδικασίας ήταν η σταθεροποίηση της βαφής, η οποία επιτυγχάνεται με ένα τελικό στυπτικό λουτρό, κατά το οποίο οι χρωστικές «κλειδώνουν» με τις ίνες καιο δεσμός τους γίνεται αρκούντως ισχυρός, ώστε το νήμα ναμην ξεβάφει στο πλύσιμο ή να ξεθωριάζει μετην καθημερινή του χρήση.
Στη σύγχρονη βιομηχανική πρακτική επιβάλλεται η ίδια αρχή, μετη διαφορά ότι πλέον χρησιμοποιούνται χημικές βαφές με ενσωματωμένους στερωτικούς παράγοντες, οι οποίες ανευρίσκονται στο εμπόριο σε πληθώρα χρωμάτων και τύπων.