Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 03/01/2021.
Τοχαρτί (αγγλ. paper) είναι βιομηχανικό υλικό προερχόμενο κυρίως από τοξύλο, κυτταρινικής χημικής σύστασης, αποτελούμενο κυρίως από φυτικές ίνες ή τμήματα φυτικών ινών συμπιεσμένα συνεκτικά σε ένα ενιαίο σύνολο. Χαρακτηρίζεται από λεπτά και ξηρά φύλλα, και ιδίως χρησιμοποιείται για γραφή και εκτύπωση, αλλά καισαν περιτύλιγμα, υλικό συσκευασίας, αποτύπωση φωτογραφιών, διήθηση διαφόρων υγρών (φίλτρα) κ.ά.
Η πρώτη ύλη γιατην κατασκευή του χαρτιού, είναι όλα εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιούνται γιατην παρασκευή του ινώδους εναιωρήματος, που μετά την κατάλληλη επεξεργασία (καθαρισμό, εξευγενισμό, διύλιση) εισάγεται στην χαρτοποιητική μηχανή η οποία μετην προσθήκη βοηθητικών προϊόντων παρασκευάζει τα διάφορα είδη χαρτιού.
Γιατο εναιώρημα, χρειάζεται καταρχάς νερό, και ανάλογα μετην ποιότητα καιτον τύπο χαρτιού πουθα παραχθεί, χρησιμοποιούνται ίνες κυτταρίνης (φυτικές ίνες που περιέχονται στοβαμβάκι, τολινάρι, τηνκάνναβη, τοξύλο), διάφοροι χαρτοπολτοί (από κομμάτια υφάσματος ή ξυλοπολτός), ορυκτές ή και τεχνητές ίνες. Κατά τη διαδικασία παραγωγής, τα υλικά απαλλάσσονται πρώτα από τις ακαθαρσίες, ακολουθεί η βελτίωση των ιδιοτήτων τους με διάφορες χημικές κατεργασίες (εξευγενισμός), προστίθενται τα βοηθητικά προϊόντα (ρητίνη, ζωικές κόλλες, άμυλο, καολίνη, τάλκης) και διυλίζονται λίγο πριν εισαχθούν στην χαρτοποιητική μηχανή. Το ινώδες εναιώρημα, εκχέεται στην υφασμάτινη επιφάνεια μιας κυλιόμενης ταινίας όπου αποστραγγίζεται και οδηγείται στο ξηραντήριο. Η μηχανή, στο άκρο εξόδου της, οδηγεί την παραγόμενη χάρτινη ξηρή ταινία σε ειδικές μηχανές πουτην μετατρέπουν σε πηνία (τυλίγοντάς τησε κυλίνδρους), ή σε κοπτικό εργαστήριο που δημιουργεί φύλλα προτύπων διαστάσεων, γιανα καταλήξει κατόπιν στοεμπόριο.
Κατά παράδοση, οιΚινέζοι χρονολογούν τηνεφεύρεσητου χαρτιού στα 105 μ.Χ., όταν οΤσάι Λουν, μεγάλος αξιωματούχος της Αυλής, εξέφρασε την έμπνευση τουστον αυτοκράτορα Χο-Τι της δυναστείας τωνΧανκαι κατόπιν, κατασκεύασε χαρτί από υλικά όπως ο φλοιός των δέντρων, ίνες από κάνναβη, παλιά κουρέλια και κομμάτια μετάξι, πουτα πολτοποιούσε σφυροκοπώντας τα μέσα στο νερό, έχυνε μετά τον πολτό επάνω σεμια πλάκα καιτο φύλλο που γινόταν έτσι το άφηνε να στεγνώσει στονήλιο. Ανκαι πολλοί θεωρούν ότι η ακριβής αυτή χρονολογία ανήκει στην περιοχή του θρύλου, αφού μια τέτοια εφεύρεση δεν μπορεί παρά να ήταν επιστέγασμα μακρόχρονης εμπειρίας, ωστόσο, οι ανακαλύψεις του αρχαιολόγου Marc Aurel Stein τείνουν να επιβεβαιώσουν την αρχαία αυτή παράδοση. Ο Stein, σε ένα πύργο τουΣινικού Τείχους, βρήκε το1907 ένα κιβώτιο που περιείχε εκτός άλλων, εννέα επιστολές γραμμένες σε χαρτί. Σύμφωνα με τους ειδικούς, κανένα από τα έγγραφα του κιβωτίου δεν ήταν μεταγενέστερο από το έτος 137.
Είναι αδύνατο να υπολογιστεί πόσο σύντομα το νέο υλικό μπήκε σε κυκλοφορία. Μολονότι κάποια κομμάτια χαρτί μπορούν ίσως να χρονολογηθούν στο 2ομ.Χ. αιώνα, μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση ότι το χαρτί κυριάρχησε στον 3οκαι 4ο αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τοξύλοκαιτο μετάξι ως γραφικές ύλες, ήταν τελείως απαρχαιωμένα εκείνη την εποχή.
Πάντως, η τεχνοτροπία παρασκευής του χαρτιού φυλάχθηκε με επιτυχία στην Άπω Ανατολή επί 600 περίπου χρόνια.
Όλα ξεκίνησαν το751, κατά τη διάρκεια της κατάκτησης τουΤουρκεστάν. Σε μάχη μεταξύ ΑράβωνκαιΚινέζων, οι Άραβες συνέλαβαν αιχμαλώτους στηνΣαμαρκάνδη (πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας στη Δημοκρατία τουΟυζμπεκιστάν) δύο Κινέζους στρατιώτες,[1] χαρτοποιούς στο επάγγελμα καιμετη βοήθεια τους, ο κυβερνήτης της Βαγδάτης ίδρυσε μια χαρτοποιία στον τόπο της σύλληψής τους, μέρος κατάλληλο επειδή είχε αρκετό νερό, και ήταν πλούσιο σε καλλιέργειες λιναριού και κάνναβης, που αποτελούσαν την πρώτη ύλη κατασκευής. Το αρχαιότερο χρονολογημένο αραβικό χειρόγραφο σε χαρτί είναι του866.
Πολύ γρήγορα το χαρτί έγινε πολύτιμο και περιζήτητο εμπόρευμα σε όλες τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Αμέσως ιδρύθηκαν άλλες βιομηχανίες χαρτοποιίας στοΧαλέπι, στηΔαμασκόκαισε άλλες μουσουλμανικές πόλεις. Από το όνομα μιας από τις πόλεις αυτές, η νέα ύλη γραφής ονομάστηκε συχνά βαμβύκινος, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί ικανοποιητικά μόνο αν συσχετίσουμε τη λέξη μετην πόλη Βαμβύκηστα δυτικά τουΕυφράτη, ανάμεσα στηνΑντιόχειακαιστην Έδεσσα, που ήταν ίσως κέντρο εισαγωγής ή διάδοσης του αραβικού χαρτιού. Η μορφή "βαμβύκινος" ως χαρτί από βαμβάκι, που θεωρήθηκε ανατολικού τύπου, σε αντίθεση προς το χαρτί από ύφασμα, τοδυτικού τύπου, φαίνεται ότι είναι μύθος, ενισχυμένος από την ύπαρξη της ελληνικής λέξης βαμβάκων. Πιστεύεται, μάλιστα ότι το χαρτί, σε κάθε περίπτωση, φτιαχνόταν κυρίως από ύφασμα, καιη λεγόμενη ανατολική κατασκευή διέφερε από τηδυτική, μόνο ως προς την ύλη που χρησιμοποιούνταν γιατο κόλλημα. Μόνο με αυτή την έννοια μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τους χαρακτηρισμούς, συνήθεις στους καταλόγους των χειρογράφων, βαμβύκινος (ανατολικής κατασκευής) καιχαρτώος (δυτικής).
Τελικά, η παρασκευή του χαρτιού διαδόθηκε σύντομα στηΜικρά Ασία, και από εκεί στη Βόρεια Αφρική, στηΣικελίακαιτον 12o αιώνα έφτασε στηνΙσπανία, ακολουθώντας τις αραβικές κατακτήσεις. Κατά τον 14o αιώνα όλες σχεδόν οιευρωπαϊκές χώρες διέθεταν εγκαταστάσεις παραγωγής χαρτιού.
Οι εχθροπραξίες ανάμεσα σε Άραβες και Βυζαντινούς ενδέχεται να είχαν δυσμενή αντίκτυπο στο εμπόριο, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι από τότε, η χρήση του χαρτιού πέρασε στοΒυζάντιο. Βέβαια, οι σημαντικές συνέπειες της νέας άφιξης δεν έγιναν αμέσως αισθητές. Οι αρχαιότερες αναφορές που έχουν επισημανθεί γιαταβαμβύκινα, σε αντίθεση προς τις περγαμηνές, ανάγονται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και τις βρίσκουμε στο έργο "Διάταξη", του ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτηκαιστην αρχή του επόμενου αιώνα, στο "Τυπικόν" της αυτοκράτειρας Ειρήνης Κομνηνής (Δούκαινας). Οπως φαίνεται, στα αυτοκρατορικά έγγραφα, το χαρτί άρχισε να χρησιμοποιείται από τα μέσα του 11ου αιώνα και πέρα. Το αρχαιότερο βυζαντινό έγγραφο σε χαρτί είναι τοχρυσόβουλοτουΚωνσταντίνου ΜονομάχουγιατηΜονή Μεγίστης Λαύρας, του Ιουνίου 1052.
Το χαρτί που εισάχθηκε από τις αραβικές χώρες χρησιμοποιήθηκε πριν από τα τέλη του 11ου αιώνα από τη γραμματεία τωνΝορμανδών βασιλέων της Σικελίας κατά μίμηση της αραβικής γραμματείας. Κατόπιν, γύρω στα μέσα του 12ου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε στηΓένοβα, εξαιτίας των σχέσεων της πόλης αυτής μετον βυζαντινό κόσμο, που χρησιμοποιούσε εκτεταμένα, από έναν αιώνα περίπου το χαρτί αραβικής κατασκευής. Έπειτα επιβάλλεται τοισπανικό χαρτί, λιγότερο ωραίο από το αυθεντικό αραβικό χαρτί, αλλά πιο προσιτό καιπιο φτηνό. Τέλος, οιΙταλοί κατασκευάζουν οι ίδιοι χαρτί, με τις πρώτες επιτυχημένες προσπάθειες να γίνονται στην περιοχή της Γένοβας γύρω στο 1210 και αργότερα στοΦαμπριάνο.
Στο διάστημα των πέντε αιώνων που ακολούθησαν την κατασκευή χαρτιού από τους Άραβεςστην Ανατολή, η παραγωγή του χαρτιού αυξήθηκε και συστηματοποιήθηκε στην Ανατολή καιστη Δύση. Από τα μέσα του 13ου αιώνα, εισρέουν στο Βυζάντιο καιοι δύο γνωστοί τύποι χαρτιού, ο ανατολικός καιο δυτικός, με αποτέλεσμα η πνευματική παραγωγή να έχει πλέον στη διάθεση της μια φθηνή ύλη γραφής.
Μετά το Φαμπριάνο, ιδρύθηκαν καισε άλλες πόλεις της Ιταλίας εργοστάσια χαρτοποιίας. Από εκεί προμηθευόταν χαρτί ηΓερμανία μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ίδρυσε δικά της εργοστάσια, εγκαταστημένα συνήθως μέσα σευδρόμυλους, όπου χρησιμοποιούνταν η κινητήρια δύναμη του νερού γιατην παρασκευή της χαρτομάζας. Το 14ο αιώνα μεγάλος αριθμός εργοστασίων χαρτοποιίας υπάρχει στηνΕυρώπη, ιδιαίτερα στην Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Ελβετία. Κατά το 15ο αιώνα ηΑγγλίαπου προμηθευόταν χαρτί από τη Γαλλία και Ιταλία απέκτησε δική της χαρτοβιομηχανία.
Γιατην παραγωγή χαρτιού πολτοποιούσαν μέσα σε νερό την πρώτη ύλη (λινό, βαμβάκι, άχυρο, ξύλο) καιγιατη λείανση χρησιμοποιούσαν έναν χειροκίνητο μύλο με ξύλινους κόπανους. Προς το τέλος του 13ου αιώνα, στοΦαμπριάνο της Ιταλίας εκμεταλλεύτηκαν τη δύναμη του νερού γιανα κινούν μεταλλικά έμβολα γιατην πολτοποίηση της βρεγμένης πρώτης ύλης.
Κατόπιν, τοποθετούσαν τον πολτό μέσα σ' έναν κάδο ενώ οι τεχνίτες κρατούσαν ένα καλούπι (ένα είδος δίσκου με συρμάτινο πλέγμα στη βάση του) το οποίο ρύθμιζε το μέγεθος και τις άκρες του χαρτιού. Βύθιζαν το καλούπι μέσα στον πολτό καιτο έβγαζαν κατόπιν μετην επιφάνεια προς τα επάνω. Ο πολτός που περίσσευε στράγγιζε από το πλέγμα. Κουνούσαν τοκαλούπιγιανα στρώσει καλά ο πολτός πάνω στο πλέγμα, ενώ ο τεχνίτης έβγαζε το ξύλινο πλαίσιο και έδινε το καλούπι σ' έναν άλλο εργάτη που έβαζε το χαρτί μετο καλούπι πάνω σεμια στοίβα από μάλλινα υφάσματα (κετσέδες). Περίμενε ώσπου το χαρτί να ξεραθεί αρκετά καιτο έβγαζε κατόπιν από το καλούπι καιτο τοποθετούσε πάνω στα υφάσματα, βάζοντας από πάνω ένα άλλο φύλλο κετσέ και συνέχιζαν την ίδια δουλειά ώσπου να στιβάξουν περίπου 100 φύλλα χαρτιού, πουτο κάθε φύλλο έμπαινε ανάμεσα σεδυο φύλλα κετσέ.
Μετέφεραν κατόπιν τη στοίβα του υγρού χαρτιού καιτα υφάσματα γιανατα περάσουν από πιεστήριο. Στέγνωναν το χαρτί, πουτο κρεμούσαν συνήθως σε λεπτά τρίχινα σχοινιά. Βουτούσαν στο τέλος ένα ένα τα φύλλα χαρτιού σεμια διάλυση ζελατίνας από οπλές, κέρατα και δέρματα ζώων. Στέγνωναν και πάλι το χαρτί καιη σκληρή και αδιάβροχη επιφάνεια του γινόταν κατάλληλη γιαγραφήμε φτερό χήνας.
Η επιφάνεια αυτή ανκαιδεν ήταν καθόλου κατάλληλη γιατηντυπογραφία κατά τον κινέζικο τρόπο, στον οποίο χρησιμοποιούσαν ξύλινα στοιχεία, εντούτοις ανακάλυψαν ότι αν χρησιμοποιούσαν μεταλλικά στοιχεία και χειροκίνητη πρέσαθα μπορούσαν να τυπώνουν και τις δυο όψεις του χαρτιού. Η εφεύρεση αυτή, που άφησε εποχή, οφείλεται εν μέρει στονΙωάννη Γουτεμβέργιο (1400–1468), τονΓερμανόπου θεωρείται ως εφευρέτης της τυπογραφίας με κινητά στοιχεία. Είναι γεγονός ότι η ανακάλυψη της τυπογραφίας επηρέασε σημαντικά την παραγωγή χαρτιού.
Μέχρι καιτο 18ο αιώνα οι μέθοδοι παρασκευής χαρτιού παρέμειναν οι ίδιες, οι πρώτες ύλες όμως δεν επαρκούσαν και έτσι οι έρευνες στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις γιατην ανακάλυψη νέων υλών γιατην παρασκευή χαρτιού, αλλά καιγιατη μηχανική παρασκευή του γιατί μέχρι τότε το χαρτί παρασκευαζόταν μετο χέρι καιη βραδεία αυτή μέθοδος ήταν οικονομικά ασύμφορη.
Το1765ο ιερωμένος Σαίφρερ, συνέστησε τη χρησιμοποίηση τουξύλουγιατην κατασκευή χαρτοπολτού. Πολλές νέες μέθοδοι παρασκευής χαρτοπολτού αναπτύχθηκαν στη συνέχεια, οι οποίες αντικατέστησαν τις παλιές μεθόδους.
Οι μέθοδοι αυτοί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
η πρώτη αφορούσε στο διαχωρισμό των ινών καιτων τεμαχίων ξύλων μετη βοήθεια μηχανικών μέσων.
Στη δεύτερη μέθοδο το ξύλο εμβαπτιζόταν μέσα σε χημικά διαλύματα.
Ο ξυλοπολτός, που κατασκευαζόταν με μηχανικά μέσα, περιείχε όλα τα συστατικά του ξύλου και έτσι δεν ήταν κατάλληλος γιατην παρασκευή χαρτιού λευκού και μεγάλης αντοχής. Αντίθετα, ο χημικός χαρτοπολτός χρησιμοποιήθηκε με ικανοποιητικά αποτελέσματα γιατην παρασκευή λευκού χαρτιού, μεγάλης διάρκειας και αντοχής σε όλες τις χρήσεις.
Ωστόσο, η λεύκανση του χαρτιού με ισχυρά χημικά κρύβει και κινδύνους.[2]
Η πρώτη μηχανή παρασκευής χαρτιού επινοήθηκε το1798 από το Γάλλο Νικολά Λουί Ρομπέρ (Nicholas Louis Robert), με πλέγμα κινούμενο με ιμάντα, το οποίο παραλάμβανε το χαρτοπολτό και σχημάτιζε ένα συνεχές φύλλο υγρού χαρτιού που διερχόταν από ένα ζεύγος κυλίνδρων όπου συμπιεζόταν γιατην αποστράγγιση του νερού. Η αρχή των σημερινών χαρτοποιητικών μηχανών βασίζεται στη μηχανή του Ρομπέρ. Μεγάλη ώθηση, όμως, έλαβε η χαρτοποιητική μηχανή από τους Άγγλους μηχανικούς αδελφούς Φουρντρινιέ (Fourdrinier) τo 1807, οι οποίοι παρουσίασαν ένα βελτιωμένο τύπο. Δυο χρόνια αργότερα, ο Άγγλος Ντίκινσον (Dickinson) εφηύρε μια χαρτοποιητική κυλινδρική μηχανή, τον πρόδρομο των σημερινών χαρτοποιητικών μηχανών.
Οι φυσικοί πόροι της ξυλείας που χρησιμοποιούνται γιατον ξυλοπολτό (pulpwood), προέρχονται κυρίως από κωνοφόρα είδη, όπως ερυθρελάτη (spruce), πεύκο (pine) και έλατο (fir), και από πλατύφυλλα είδη, όπως ευκάλυπτο, λεύκη (aspen) και σημύδα (birch).[3]
Το χαρτί ανάλογα μετη χρήση που προορίζεται υφίσταται και ανάλογη επεξεργασία παρασκευής.
Στο δημοσιογραφικό χαρτί (εφημερίδες, περιοδικά), το οποίο παράγεται κατά τρόπο ώστε να συνδυάζει λειτουργικότητα και οικονομία, χρησιμοποιείται κυρίως μηχανική χαρτόμαζα, καθώς προορίζεται για εφήμερη χρήση καιδεν απαιτούνται υψηλές αντοχές σε ιδιαίτερες συνθήκες (υγρασία, ακραίες θερμοκρασίες, μηχανικά καταπόνηση, ακτινοβολία κ.α.). Από την άλλη πλευρά το χαρτί που χρησιμοποιείται για γραφή παρασκευάζεται με υψηλότερες προδιαγραφές σχετικά μετην αντοχή τουστο χρόνο και τις συνθήκες περιβάλλοντος και χρησιμοποιείται για αυτό το σκοπό χημική χαρτόμαζα.
Η μηχανική χαρτόμαζα παράγεται από τη μηχανική πολτοποίηση και αποΐνωση του ξύλου. Οι ίνες απελευθερώνονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόδοση σε χαρτόμαζα και μικρή απώλεια συστατικών (κάποια υδατοδιαλυτά εκχυλίσιμα συστατικά). Η απόδοση κυμαίνεται από 90 έως 98%.
Η χημική χαρτόμαζα παράγεται από χημική πολτοποίηση των ινών, δηλαδή συνδυασμό από ροκανίδια ξύλου και χημικά σε μεγάλα δοχεία, γνωστά ως χωνευτήρες, όπου η θερμότητα καιτα χημικά διασπούν τηλιγνίνηπου συγκρατεί ενωμένες τις ίνες κυτταρίνης, χωρίς όμως να τις αποδομεί. Η απόδοση λόγω αυτής της διαδικασίας μειώνεται αρκετά, κυμαίνεται από 40 έως 60%. Χρησιμοποιείται συνήθως για υλικά που πρέπει να έχουν αντοχή ή σε συνδυασμό μετο μηχανικό πολτό δίνει στο προϊόν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Απαιτείται μεγαλύτερη κατανάλωση δέντρων (ξύλου) γιατην παρασκευή ίσης ποσότητας χαρτιού με χημική χαρτόμαζα (χαρτί εκτύπωσης) σε σχέση μετη μηχανική. Η χημική χαρτόμαζα αποτελεί περίπου το 72% της χαρτόμαζας που παράγεται από ξύλο δέντρων.
Η κάθε μια από αυτές τις τεχνικές παρουσιάζει και ξεχωριστά πλεονεκτήματα. Γιατο λόγο αυτό δεν είναι λίγες οι φορές που εφαρμόζεται ένας συνδυασμός των ανωτέρω διεργασιών ώστε να παραχθούν τα βέλτιστα κατά το δυνατόν προϊόντα. Στην περίπτωση αυτή, η μεθοδολογία καιοι συνθήκες επεξεργασίας της χαρτόμαζας είναι αντίστοιχες με αυτές των επιμέρους διεργασιών, πλην όμως οι συνθήκες είναι ηπιότερες.
Οι πλέον συνηθισμένες διαδικασίες ανακύκλωσης[4]του χαρτιού είναι:
• η πολτοποίηση του παλαιόχαρτου.
• μια διεργασία η οποία συνδυάζει την πολτοποίηση, μετον καθαρισμό με χημικές και μηχανικές μεθόδους καιτη συμπύκνωση της χαρτόμαζας.
• μια διαδικασία η οποία μοιάζει μετην προηγούμενη μετη διαφορά ότι μετά τον καθαρισμό ακολουθεί, κλασμάτωση των ινών, συμπύκνωση και διασπορά.
Το χαρτί που προέρχεται από φωτοαντιγραφικά μηχανήματα ή εκτυπωτές αποδίδει ένα ποσοστό τέφρας. Το τελικό προϊόν, δηλαδή το χαρτί που προέρχεται από την επίπλευση περιέχει πληρωτικά υλικά που φαίνεται ως τέφρα. Η διαφορά αυτή έγκειται στο ότι κατά την επίπλευση εκτός από τα μελάνια, παρασύρεται από τον αέρα μεγάλη ποσότητα πληρωτικού υλικού, με αποτέλεσμα ο αφρός που συλλέγεται να είναι πλούσιος σε ανόργανα υλικά. Οπότε το ανακυκλωμένο χαρτί περιέχει σε μεγάλο ποσοστό ίνες.
Στα υγρά φύλλα το νερό βρίσκεται σε ελεύθερο χώρο μεταξύ των ινών. Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει στις ίνες να σχηματίσουν ισχυρούς δεσμούς υδρογόνουκαινα συγκολληθούν ώστε να παράγουν μία ομοιόμορφη και ανθεκτική μάζα χαρτιού. Οπότε το χαρτί όταν είναι ξηρό παρουσιάζει πιο αυξημένη λευκότητα συγκριτικά μετο υγρό χαρτί, στο οποίο το φως διαθλάται και καθώς εισχωρεί στην μάζα του χαρτιού γίνονται ορατά, όχι μόνο τα επιφανειακά, αλλά καιτα εσωτερικά μελάνια. Το φύλλο που έχει υποστεί συμπίεση γίνεται πιο λείο, με αποτέλεσμα να φαίνεται πιο λευκό από το φύλλο πουδεν έχει υποστεί καμία επεξεργασία. Το πρώτο φύλλο προσεγγίζει την κατοπτρική ανάκλαση ενώ το δεύτερο την διάχυση. Το ποσό της ανάκλασης εξαρτάται από την ομαλότητα στην επίστρωση των ινών σε συνδυασμό μετην επεξεργασία του χαρτιού. Στα χαρτιά χωρίς επεξεργασία, οι ίνες λειτουργούν ως χιλιάδες μικροί καθρέφτες οι οποίοι ανακλούν το φως αφήνοντας ελάχιστο να περάσει κάτω από την επιφάνεια του χαρτιού. Ηπιο σημαντική ιδιότητα που συμβάλλει στην φωτεινότητα είναι η διάχυση του φωτός. Προκύπτει από συνδυασμό πολλαπλών ανακλάσεων και διαθλάσεων του φωτός μέσα από τις ίνες κυτταρίνης καιτα όποια πρόσθετα. Η διάχυση του φωτός καιη ανάκλασή του δίνουν την ολική φωτεινότητα. Όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση του ορατού φωτός που επιστρέφει στα μάτια μας τόσο μεγαλύτερη είναι η φωτεινότητα.