ΟΜωάμεθ (αραβικά: مُحَمَّد بنِ عَبْد ٱللَّٰه, Μουχάμαντ ιμπνΑμπντ Αλλάχ, 22 Απριλίου571 - 8 Ιουνίου632) ήταν Άραβας ηγέτης από τηΜέκκα, ο οποίος ένωσε τηνΑραβίασε ένα ενιαίο θρησκευτικό κράτος υπό τοΙσλάμ. Θεωρείται από τους Μουσουλμάνους ότι υπήρξε ο τελευταίος προφήτηςο οποίος στάλθηκε γιανα καθοδηγήσει την ανθρωπότητα μετο άγγελμα τουΙσλάμ. Ο Μωάμεθ καθόρισε μετο θρησκευτικό του μήνυμα και τις πολιτικές-κοινωνικές πρωτοβουλίες τουτην εξέλιξη του αραβικού κόσμου και επηρέασε την ανθρώπινη ιστορία. Σύμφωνα μετο Ιερό Κοράνιο, ο Μωάμεθ είναι «Προφήτης» και «Απόστολοςτου Θεού», «ο τελευταίος αγγελιοφόρος» του Θεού ο οποίος στάλθηκε γιανα αποσαφηνίσει τις Γραφές στους πιστούς. (Κοράνιο 2:101· 5:13-19· 9:32, 33)
Σύμφωνα με τους παραδοσιακούς Μουσουλμάνους βιογράφους, γεννήθηκε περίπου το έτος 571μ.Χ. στηΜέκκα (Μακκά) και πέθανε στις 8 Ιουνίου632μ.Χ. στηΜεδίνα (Μαντίνα)· καιοιδυο αυτές πόλεις βρίσκονται στην περιοχή Χετζάζ της σημερινής Σαουδικής Αραβίας. Κατά γράμμα, Μωάμεθ σημαίνει «ιδιαίτερα αξιέπαινος» στηναραβική γλώσσα.
Το κοινό όνομα Μουχαμάντ, που δηλώνει τον «αξιύμνητο», αποτελεί πλέον μέρος της καθημερινής προσευχής των μουσουλμάνων και συνοδεύεται από τη φράση «η ειρήνη και ευλογία του Θεού ας είναι μαζί του» (σαλά αλλάχου αλάιχι ουά σαλάμ). Φαίνεται πως ήταν σε περιορισμένη χρήση ήδη πριντο Ισλάμ. Το πλήρες όνομά του, σύμφωνα με τους κανόνες της αραβικής ονοματοδοσίας, είναι Αμπού αλ Κασίμ Μουχαμάντ ιμπν Αμπνταλλάχ αλ Χασιμί αλ Κουρασί (ابو القاسم محمد ابن عبد الله ابن عبد المطلب ابن هاشم). Το πρώτο μέρος του (Αμπού Αλ-Κασίμ) υποδηλώνει πως υπήρξε πατέρας ενός αγοριού, ονόματι Αλ-Κασίμ, που πέθανε πρόωρα. Αμπνταλλάχ είναι το όνομα του πατέρα του, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του ονόματος δείχνει πως ανήκε στην πατριά Χασίμ, της φυλής Κουραΐς (Quraysh).
Ο Μωάμεθ απαντάται επίσης διαφορετικά με δεκάδες «ιερά ονόματα» τα οποία, κατά το Ισλάμ, τού δόθηκαν από τον Θεό και χρησιμοποιούνται σε προσευχές και λιτανείες. Πιο σημαντικό από αυτά θεωρείται το όνομα Αχμάντ («περισσότερο αξιύμνητος»). Συχνή είναι επίσης η χρήση των όρων ναμπί («προφήτης») και ρασούλ Αλλάχ («απόστολος του Θεού»), όπως καταγράφονται καιστο Κοράνιο, όταν ο Μωάμεθ αναφέρεται σε δεύτερο πρόσωπο[1][2]. Η επίκληση «υπηρέτης» του Θεού συναντάται επίσης στο Κοράνιο, καθώς και άλλα επίθετα που σχετίζονται μετην αποστολή του, όπως «αναγγέλων», «προειδοποιητής», «μάρτυρας», κ.ά. Το όνομα Μουχαμάντ χρησιμοποιείται στο Κοράνιο τέσσερις φορές[3][4]και αποτελεί πλέον τοπιο συνηθισμένο ανδρικό όνομα στον ισλαμικό κόσμο[5].
Περισσότερο αξιόπιστη πηγή γιατη ζωή του προφήτη Μωάμεθ θεωρείται τοΚοράνιο, που είναι ωστόσο καιη πλέον δύσκολη σε ό,τι αφορά τη χρήση της γιατην άντληση ιστορικών στοιχείων[6]. Οι πρώιμες προσπάθειες καταγραφής γεγονότων που σχετίζονταν μετη ζωή του Μωάμεθ δύσκολα θα κατατάσσονταν στο είδος της βιογραφίας όπως αυτό εννοείται σήμερα. Περιλαμβάνουν έργα που καταγράφουν τις πολεμικές εκστρατείες του (maghāzī) και συγχωνεύτηκαν από νωρίς με άλλες παραδοσιακές και προφορικές αφηγήσεις γιατον προφήτη (σίρα), παραδοσιακές ερμηνείες του Κορανίου (ταφσίρ) και ρήσεις του Μωάμεθ (βλ. χαντίθ). Οι πηγές αυτές μεταφέρθηκαν προφορικά από γενιά σε γενιά πριν περάσουν στον γραπτό λόγο και καθώς δεν είχαν ως πρωταρχικό στόχο την καταγραφή της ζωής του Μωάμεθ εκτιμώνται από τους μελετητές υπό το πρίσμα του σκοπού που καθεμία καλείται να υπηρετήσει. Η προφορική παράδοση παραμένει ωστόσο σημαντική γιατην κατανόηση του προφήτη Μωάμεθ κατά το Ισλάμ[5].
Παράλληλα μετο Κοράνιο, εκτενής είναι η χρήση έργων του 3ουκαι 4ου αιώνα της ισλαμικής εποχής. Σημαντικότερο θεωρείται η σίρα τουΙμπν Ισχάκ (θ. 151/768), η οποία δε διατηρείται στην αυθεντική της μορφή αλλά είναι γνωστή μέσα από τις αναθεωρήσεις τωνΙμπν Χισάμ (Ibn Hishām_ και Γιουνούς ιμπν Μπουκαΐρ (Yūnus ibn Bukayr), ή αποσπάσματά της, όπως αυτά παραδίδονται από άλλες πηγές. Γνωστό είναι επίσης το έργο τουαλ-Γουακιντί (θ. 207/822-3), που επικρίνεται ως αναξιόπιστο από ορισμένους μελετητές, καθώς καιτου γραμματέα του, ΙμπνΣαντ, το οποίο εκτιμάται περισσότερο.[7]
Η αυθεντικότητα των χαντίθ καιη αξιοπιστία τους, σε ό,τι αφορά την άντληση έγκυρων πληροφοριών γιατον βίο του Μωάμεθ, παραμένει πεδίο διένεξης των μελετητών[8].
Γεννήθηκε στηΜέκκα αλλά η ακριβής ημερομηνία γέννησής τουδεν είναι γνωστή. Τοποθετείται περίπου το 570, κατά το «έτος του ελέφαντα»[9], με βάση την ηλικία του θανάτου του, τα χρόνια της παρουσίας τουστηΜέκκακαιστηΜεδίνα, καιτην καθιερωμένη άποψη πως ήταν περίπου σαράντα ετών όταν ξεκίνησε να κηρύττει ως προφήτης. Σύμφωνα μετονΙμπν Ισχάκ, και όπως είναι ευρύτερα αποδεκτό, γεννήθηκε κατά τον τρίτο μήνα του ισλαμικού ημερολογίου (Rabi' al-awwal). Αρκετά ποιήματα υποστηρίζουν την υπόθεση πως ανήκε στην επιφανή πατριά της Μέκκας Μπανού Χασίμ, η οποία ωστόσο φαίνεται πως δεν ευημερούσε κατά την περίοδο του Μωάμεθ[10]. Ο πατέρας του, Αμπντ Αλλάχ, πέθανε λίγους μήνες πριντη γέννησή του[11][12], ενώ η μητέρα του, Αμινά, πέθανε όταν ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών. Την ανατροφή του ανέλαβε πρώτα ο παππούς τουκαι μετά το θάνατό του, ο θείος τουΑμπού Τάλιμπ[13]. Η έμφαση που δίνεται στις ισλαμικές κοινωνίες γύρω από την προστασία των ορφανών πηγάζει εν μέρει από το γεγονός πως ο ίδιος ο Μωάμεθ υπήρξε ορφανός[5]. Το οικογενειακό δέντρο της μητέρας του συνδεόταν πιθανώς μετηΜεδίνα, χωρίς να διευκρινίζεται σαφώς μεποιο τρόπο. Γιατα παιδικά και εφηβικά του χρόνια λίγα είναι γνωστά, ενώ οι σχετικές πηγές έχουν περιορισμένη αξία γιατην εξέταση του ιστορικού Μωάμεθ.
Κατά την παράδοση, η Αμίνα έστειλε το βρέφος στην έρημο, τηρώντας έτσι το έθιμο επιφανών οικογενειών της εποχής, μέσα από το οποίο κάποιος διδασκόταν την αυτοπειθαρχία και ερχόταν σε επαφή με τις αραβικές παραδόσεις. Στην έρημο πέρασε αρκετά χρόνια και τέθηκε υπό την φροντίδα της φτωχής Χαλιμά, από την φυλή των Μπανού Σαντ[14]. Σε νεαρή ηλικία ταξίδεψε στηΣυρία συνοδεύοντας για εμπορικούς σκοπούς τον θείο του, Αμπού Ταλίμπ. Σύμφωνα με μία από τις παραλλαγές αυτής της εξιστόρησης, συνάντησαν στη διαδρομή έναν χριστιανό μοναχό, ονόματι Μπαχίρα, ο οποίος προέβλεψε το μέλλον του νεαρού Μωάμεθ. Από τις βιογραφικές πηγές διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ απέκτησε εμπειρία στο εμπόριο, γεγονός που ίσως συνδέεται μετο κοινό αραβικό όνομα Αμίν (δηλ. έμπιστος, φερέγγυος) πουτου δόθηκε στη νεότητά τουκαι καταγράφεται από πληθώρα πηγών. Σε ηλικία 25 ετών νυμφεύτηκε την πλούσια χήρα Χαντίτζα, η οποία εικάζεται πως τον είχε προσλάβει στην υπηρεσία της γιανα χειρίζεται τις εμπορικές υποθέσεις της. Εκείνη ήταν κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη σε ηλικία καιο γάμος τους υπήρξε ο πλέον ευτυχισμένος στη ζωή του Μωάμεθ[15]. Κατά την παράδοση, η Χαντιτζά ήταν σαράντα ετών όταν παντρεύτηκε τον Μωάμεθ, ωστόσο υποστηρίζεται επίσης πως ενδεχομένως ήταν κατά πολύ νεότερη. Ο Αμπντουλάχ ιμπν Μασούντ αναφέρει την ηλικία των 28 ετών που κατά μία άποψη μοιάζει πιθανότερη με δεδομένο πως μετά τον γάμο της γέννησε έξι παιδιά[16]. Έζησε μετην Χαντίτζα περίπου 25 χρόνια, αποκτώντας τέσσερις κόρες και αρκετούς γιους, οι οποίοι ωστόσο πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Στο διάστημα αυτό δεν παντρεύτηκε άλλη γυναίκα, παρά το γεγονός πως η πολυγαμία ήταν επιτρεπτή και συνήθης. Τόσο ηΧαντιτζά, που ανήκει στις αγίες κατά το Ισλάμ, όσο καιηΦάτιμα αντιμετωπίζονται με μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια. Κατά τη διάρκεια του γάμου του, ο Μωάμεθ αποφάσισε να απελευθερώσει καινα υιοθετήσει τον δούλο του, Ζαΐντ, ο οποίος παρέμεινε στην υπηρεσία τουγια αρκετά χρόνια. Από τον γάμο τουμετη Χαντίτζα μέχρι την ηλικία των σαράντα περίπου ετών, σχεδόν τίποτα δεν είναι γνωστό γιατον βίο του.
Ανήσυχη θρησκευτική φύση ο Μωάμεθ, φιλοσοφούσε πάνω σε προβλήματα της ζωής, της κοινωνίας, της αδικίας, της τελικής παγκόσμιας κρίσης και συχνά αποζητούσε τη μοναξιά των πολλών σπηλαίων στα όρη κοντά στην πόλη του, όπου καθόταν βυθισμένος σε περισυλλογή. Είναι δύσκολο να καθοριστεί σεποιο βαθμό επηρεάστηκε από τις μονοθεϊστικές ιδέες καιτα κινήματα που ήταν γνωστά στηνΑραβίατων αρχών του 7ου αιώνα. Έχει υποστηριχθεί πως η ανάδειξη του Μωάμεθ σε θρησκευτικό ηγέτη συντελέστηκε σταδιακά, μέσα από εκτεταμένες περιόδους στοχασμού[17], ωστόσο κατά την ισλαμική παράδοση αυτό συνέβη σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή μετην αποκάλυψη του αρχάγγελου Γαβριήλ. Στο σπήλαιο του Χίρα κοντά στη Μέκκα, ο Μωάμεθ, σε ηλικία περίπου 40 ετών (610 μ.Χ.) και κατά τον μήνα τουΡαμαντάν, οραματίστηκε τον Γαβριήλ στη μορφή ενός άνδρα, πουτον βεβαίωσε ότι θα ήταν «ο απεσταλμένος του Θεού». Στη συνέχεια του ζήτησε να «απαγγείλει»[18]καιτον ασπάστηκε. Επανέλαβε το αίτημα τρεις φορές πριντου αποκαλυφθούν για πρώτη φορά στίχοι του Κορανίου (σούρα αλ Άλακ, 96:1-5). Σύμφωνα μετην παράδοση, μεσολάβησαν τρία χρόνια μεταξύ της πρώτης αποκάλυψης καιτου δημόσιου κηρύγματος του Μωάμεθ. Η παύση (αλ-φάτρα) αυτή - πουστην πραγματικότητα μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις προσδιορίζεται μεταξύ έξι μηνών και δυόμιση ετών[19] - παραμένει αίνιγμα και πιθανώς προκύπτει από τις προσπάθειες των βιογράφων τουνα ανακατασκευάσουν τη σωστή χρονική αλληλουχία των γεγονότων της ζωής του, όπως αυτά προκύπτουν, όμως, μέσα από αντιφατικές πηγές[17]. Η Χαντιτζά ήταν η πρώτη που ασπάστηκε το μήνυμα του Μωάμεθ καιτον πίστεψε ως προφήτη[20]. Μεταξύ των πρώτων υπήρξαν ακόμα ο φίλος τουΑμπού Μπακρ, καθώς καιο εξάδελφός του, Αλί, πριν ο κύκλος των ακολούθων του μεγαλώσει περισσότερο περιλαμβάνοντας επίσης τον θείο του, Χαμζάζ, αλλά και γνωστές προσωπικότητες της Μέκκας[21]. Παράλληλα, ο Μωάμεθ γνώρισε και σκληρή εναντίωση. Μέρος αυτής πήγαζε από την αντίληψη πως η νέα θρησκεία που κήρυττε την πίστη σε έναν Θεό και ήταν αντίθετη στην ειδωλολατρεία καιτον πολυθεϊσμό θα έθετε σε κίνδυνο την προνομιούχο θέση της Κάαμπας, που ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο διαφορετικών φυλών και συνεπώς θα επηρέαζε τις εμπορικές δραστηριότητες που συνόδευαν τις μετακινήσεις πιστών στη Μέκκα[5]. Πολυάριθμες παραδόσεις κάνουν λόγο γιατην εχθρότητα που γνώρισε ο Μωάμεθ από τους πολυθεϊστές της Μέκκας. Οι διώξεις των ακολούθων του πιθανώς υπήρξε ένας από τους κύριους λόγους γιατην προσωρινή μετανάστευση ορισμένων στηνΑβησσυνία. Κεντρικά θέματα στο πρώιμο κήρυγμά του ήταν η ηθική του ανθρώπου, η ευθύνη του απέναντι στον δημιουργό του, η τελική κρίση καιη ανάσταση των νεκρών, με ζωντανές περιγραφές των απολαύσεων πουθα ακολουθούσαν τους πιστούς στονπαράδεισοκαιτων μαρτυρίων όσων κατέληγαν στηνκόλαση. Οι νέες θρησκευτικές ιδέες του σχετίζονται στο Κοράνιο με όλους τους «λαούς του Βιβλίου», στους οποίους ανήκουν ακόμα οι χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες. Κατά την παραμονή τουστη Μέκκα, διαφαίνεται πως ο Μωάμεθ δεν στόχευε στη δημιουργία μιας νέας θρησκείας, αλλά λειτουργούσε ως προφήτης των Αράβων, προσπαθώντας να προειδοποιήσει γιατην επερχόμενη ημέρα της κρίσεως[22].
Ένα από τα αμφιλεγόμενα περιστατικά του βίου τουστη Μέκκα καταγράφεται από τον Πέρση ιστορικό Αλ Ταμπαρί καιτονΙμπνΣαντ. Σύμφωνα μετη σχετική αφήγηση[23], κατά τη διάρκεια πουο Μωάμεθ απήγγειλε τη σουρά ΑλΝατζμ, ο σατανάς παρενέβη στον λόγο του προσθέτοντας δύο στίχους που οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο Μωάμεθ αποδεχόταν την ύπαρξη τριών θεοτήτων της Μέκκας[24]. Την αλήθεια περί των «σατανικών στίχων» αποκάλυψε αργότερα στον Μωάμεθ ο αρχάγγελος Γαβριήλ. Η ιστορία αυτή απορρίπτεται από την πλειοψηφία των μουσουλμάνων ως μεταγενέστερη εφεύρεση, αντίθετα με τους περισσότερους Ευρωπαίους βιογράφους του Μωάμεθ[22]. Στα επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής βάσης της ιστορίας ανήκει το γεγονός πως διασώζονται αρκετές παραλλαγές της, και πως εφόσον οι μουσουλμάνοι την αρνούνται κατηγορηματικά ως υποτιμητική, θα ήταν παράλογο να επινοήσουν την ιστορία αυτή μεταγενέστερα. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διαθέτει συμβολική αξία, υποδηλώνοντας πως ο μονοθεϊσμός του Μωάμεθ διαμορφώθηκε σταδιακά[25]. Από την άλλη πλευρά, η πληθώρα παραλλαγών και κυρίως οι ασυνέπειες μεταξύ τους αποτελεί συγχρόνως αντεπιχείρημα, ενώ έχει υποστηριχτεί επίσης πως οι «σατανικοί στίχοι» είναι ξένοι προς το εννοιολογικό πλαίσιο της σουράς ΑλΝατζμκαιεν γένει μετο μήνυμα του Ισλάμ. Επιπλέον υποστηρίζεται πως η λέξη al gharaniq, που χρησιμοποιείται γιατον χαρακτηρισμό των γυναικείων θεοτήτων από τον Μωάμεθ στους «σατανικούς στίχους», δε συναντάται σε καμία άλλη λογοτεχνική αναφορά ή παραδοσιακή αφήγηση με παρόμοιο τρόπο[26].
Το 619, ο θάνατος της Χαντιτζά καιτου θείου του Αμπού Ταλίμπ επηρέασαν βαθιά τον Μωάμεθ, την ίδια εποχή πουη προσπάθεια διάδοσης του μηνύματός του αποτύγχανε. Σύμφωνα με ορισμένες αφηγήσεις (σίρα), σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής του έλαβαν χώρα δύο θαύματα, το Ισράα («Νυχτερινό Ταξίδι»)[27], που αναφέρεται στο ταξίδι του Μωάμεθ από τη Μέκκα στο τέμενος Αλ-Ακσά των Ιεροσολύμων πάνω σε φτερωτό άλογο (Μπουράκ) μέσα σεμια νύχτα[28], καιτο Μιιράτζ («Ανάληψη»), που περιγράφει την ανάληψη του Μωάμεθ. ΟΙμπνΣαντ διαχωρίζει τα δύο γεγονότα και τοποθετεί την ανάληψη κατά τη νύχτα της 27ης ημέρας του Ραμαντάν, δεκαοκτώ μήνες πριντη Χίτζρα (φυγή στη Μεδίνα), ενώ το νυχτερινό ταξίδι τη δέκατη έβδομη νύχτα πριντη Χίτζρα. ΟΙμπν Χισάμ παραδίδει αντίθετα πως τα δύο γεγονότα προηγήθηκαν του θανάτου της Χαντίτζα καιτου Αμπού Ταλίμπ, ενώ οΑλ Ταμπαρί αναφέρεται μόνο στην ανάληψη του Μωάμεθ που, κατά τον ίδιο, συνέβη πολύ νωρίτερα, πριν ακόμα ξεκινήσει το δημόσιο κήρυγμά του. Η μεταγενέστερη ισλαμική παράδοση συνδύασε τελικά τις δύο ιστορίες σε μία, με τέτοιο τρόπο ώστε μετά το πέρας του «νυχτερινού ταξιδιού» του Μωάμεθ στηνΙερουσαλήμνα ακολουθεί η ανάληψή του. Η Ιερουσαλήμ θεωρείται για αυτό τον λόγο τρίτη ιερότερη πόλη για τους μουσουλμάνους, μετά τη Μέκκα καιτη Μεδίνα.[29] Σύμφωνα μετην παράδοση, ο Μωάμεθ ανέβηκε στους επτά ουρανούς, όπου τον καλωσόρισαν όλοι οι προφήτες του παρελθόντος, μεταξύ αυτών οΙησούςκαιοΜωυσής. Επιπλέον, ο Θεός του αποκάλυψε την τελική μορφή και αριθμό των καθημερινών προσευχών, δίνοτας ακόμα μια σειρά από εντολές που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τις Δέκα εντολέςτου Μωυσή[30][31]. Πιστεύεται, από τους παραδοσιακούς μουσουλμάνους, ότι η ανάληψη του Μωάμεθ υπήρξε όχι μόνο πνευματική εμπειρία αλλά και υλικής υπόστασης, όπως ισχύει καιστη χριστιανική πίστη μετην ανάληψη του Ιησού. Άλλοι σύγχρονοι μελετητές αποδέχονται το Μιιράτζ μόνο ως πνευματική εμπειρία[5]. Παρόμοιες αποκαλύψεις ο Μωάμεθ βίωσε στη συνέχεια, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο ίδιος θεωρούσε πως αποτελούσαν θεϊκές οδηγίες, τις οποίες υπαγόρευε κατόπιν στους συντρόφους του. Τόσο η πρώτη αποκάλυψη του Γαβριήλ, όσο καιη εμπειρία του Ισράα, περιγράφονται από τον Μωάμεθ ως οπτικές εμπειρίες, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που χαρακτηρίζονται ως αποκλειστικά ακουστικές. Στη διάρκεια αυτών, ο Μωάμεθ βίωνε πόνο και ίδρωνε υπερβολικά, παρουσιάζοντας συμπτώματα παρόμοια με αυτά της μαλάριας.[32].
Χωρίς να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια διάδοσης του μηνύματος του Ισλάμ, την περίοδο 620-1 ο Μωάμεθ ήρθε σε επαφή με αντιπροσωπείες από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib), βόρεια της Μέκκας, αποτελούμενη από μέλη των δύο σημαντικότερων φυλών της πόλης που σταδιακά ασπάστηκαν το Ισλάμ. Μετά από μία καθοριστική συνάντηση στην πόλη Αλ-Ακαμπάχ το 622, επισημοποιήθηκε συμφωνία με τους κατοίκους της Γιαθρίμπ ώστε ο Μωάμεθ καιοι ακόλουθοί τουνα μετεγκατασταθούν στην πόλη, όπου θα απολάμβαναν προστασία. Τότε, ο Μωάμεθ έδωσε εντολή στους πιστούς να εγκαταλείψουν τη Μέκκα διακριτικά, σε μικρές ομάδες. Ο ίδιος αναχώρησε γιατη Γιαθρίμπ συνοδευόμενος από τον Αμπού Μπακρ. Η φυλή των Κουραΐς είχε ήδη αποφασίσει να εξοντώσει τον Μωάμεθ, ο οποίος τελικά κατάφερε να διαφύγει. Σύμφωνα με παραδοσιακή ισλαμική εξιστόρηση, που απορρίπτεται από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών της Δύσης[5], ο Μωάμεθ κρύφτηκε σε σπηλιά η οποία κατόπιν καλύφθηκε από ιστούς αραχνών και σπηλιές πουλιών. Όταν μέλη των Κουραΐς έφθασαν στη σπηλιά, αποφάσισαν ναμην εισέλθουν καθώς οι απείραχτοι ιστοί μαρτυρούσαν πως κανένας δενθα μπορούσε να είχε κρυφτεί εκεί[33][34]. Η φυγή του Μωάμεθ, γνωστή ως Εγίρα ή Χιτζρά (Hijra, αραβ. هِجْرَة) ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 622 και θεωρείται τόσο σημαντικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία ώστε σηματοδοτεί την έναρξη του ισλαμικού ημερολογίου (βλ. έτος Εγίρας). Μετην άφιξή τουστη Γιαθρίμπ, η πόλη μετονομάστηκε «Μαντινάτ αλ Ναμπί», δηλαδή «πόλη του Προφήτη», ή Μεδίνα.
Ο Μωάμεθ έφτασε στο χωριό Κουμπά (Qubāʾ), σε μικρή απόσταση από τη Μεδίνα, μετά από ταξίδι είκοσι ημερών και εκεί διέταξε να χτιστεί το πρώτο τέμενος του Ισλάμ. Όταν εγκαταστάθηκε τελικά στη Μεδίνα, διαμορφώθηκε εκεί η πρώτη ισλαμική κοινότητα, αποτελούμενη αρχικά από τους εξόριστους της Μέκκας και τους κατοίκους της Μεδίνας που ασπάστηκαν το Ισλάμ. Από τις αραβικές φυλές, ο Μωάμεθ συνάντησε εναντίωση μόνο από λίγες οικογένειες. Αντιπαλότητες μεταξύ διαφορετικών φυλών συνέχισαν να διατηρούνται, ενώ σταθερή υπήρξε καιη παρουσία μιας ισχυρής εβραϊκής παροικίας, της οποίας η εχθρότητα μετη νέα ισλαμική κοινότητα μεγάλωσε. Στο δεύτερο έτος της Εγίρας ο Μωάμεθ διαμόρφωσε το λεγόμενο «σύνταγμα της Μεδίνας», που αποτελούσε μια επίσημη γραπτή συμφωνία, μέσα από την οποία καθορίζονταν οι σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων και οικογενειών. Το κείμενο, όπως είναι γνωστό μέσα από το έργο τουΙμπν Ισχάκ, θεωρείται ενδεικτικό των διπλωματικών δεξιοτήτων του[35]. Ως ανώτερη αρχή γιατη διευθέτηση οποιασδήποτε διαφωνίας αναγνωριζόταν ο Θεός καιο Μωάμεθ, ενώ παράλληλα διαμορφωνόταν μια ενιαία κοινότητα (ummah), σε ένα περίκλειστο έδαφος, ακόμα όχι αμιγώς μουσουλμανική καθώς περιλαμβάνονταν σε αυτή Εβραίοι και πολυθεϊστές[35][36]. Εν τέλει, ο Μωάμεθ κατέστη ο απόλυτος άρχων της κοινότητας, ως διοικητής, δικαστής, στρατιωτικός ηγέτης και προφήτης ταυτόχρονα[37]. Για τους μουσουλμάνους, αυτή υπήρξε η πρώτη ιδανική ισλαμική κοινωνία, όπου η ενσωμάτωση των διαφόρων φυλών, οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, βασιζόταν στην έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης[5]. Ο Μωάμεθ διαχώρισε τα μέλη της κοινότητας σε εκείνους που είχαν μεταναστεύσει μαζί του από τη Μέκκα (muhajirun) καισε όσους είχαν προσηλυτιστεί στη Μεδίνα (ansar), επιβάλλοντας συγχρόνως κάθε μέλος της μιας ομάδας να «υιοθετήσει» ένα μέλος της άλλης στο οποίο θα πρόσφερε τη βοήθεια του, ενδυναμώνοντας με αυτό τον τρόπο τις σχέσεις τους. Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια το μέγεθος της πρώιμης μουσουλμανικής κοινότητας, ωστόσο παραδοσιακές εξιστορήσεις αναφέρουν πως έξι μήνες μετά την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα αριθμούσε περίπου 1500 μέλη[38].
Την περίοδο αυτή, η εχθρότητα εκ μέρους των Κουραϊσιτών παρέμενε ισχυρή, όπως φαίνεται και από το γεγονός πως ορισμένοι οικειοποιήθηκαν τα υπάρχοντα καιτην περιουσία όσων κατέφυγαν στη Μεδίνα[39]. Μετη σειρά τους, εκείνοι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε καραβάνια από τη Μέκκα από ή προς τη Συρία, προκειμένου να εξασφαλίσουν υπάρχοντα ίσης αξίας. Από τις συνολικά 74 επιδρομές που αριθμεί ο άραβας ιστορικός αλ-Γουακιντί, οι επτά χρονολογούνται στους πρώτους έντεκα μήνες μετά τη Χιτζρά, με συμμετοχή του Μωάμεθ κυρίως σε εκείνες που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 623[40]. Παράλληλα φρόντιζε να συγκεντρώνει πληροφορίες για τις κινήσεις των Κουραϊσιτών. Την ίδια περίοδο ο Μωάμεθ επικαλέστηκε νέα θεϊκή προσταγή (Κοράνιο 22:39-40) που από τους μουσουλμάνους ερμηνεύτηκε ως κήρυξη πολέμου στους ειδωλολάτρες Κουραΐσίτες της Μέκκας. Οι επιδρομές αυτές ήταν αναμφίβολα επικίνδυνες και ριψοκίνδυνες, καθώς τα καραβάνια συνοδεύονταν συνήθως από ένοπλη φρουρά ενώ η σχετική εμπειρία των μουσουλμάνων ήταν πολύ μικρή. Πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα της αντιμετώπισης της φτώχειας της κοινότητας, εξυπηρετούσαν πιθανώς μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους του Μωάμεθ, ο οποίος εξοπλισμένος μεμια βαθιά πίστη στη θέληση του Θεού, όπως αυτή του αποκαλυπτόταν, παρέβλεψε τις αντικειμενικές δυσκολίες μιας πολεμικής σύγκρουσης μετη Μέκκα[41]. Συγχρόνως, η Μεδίνα πρόσφερε ορισμένα τακτικά πλεονεκτήματα λόγω της γεωγραφικής θέσης και της μορφολογίας του εδάφους της.
Τον Μάρτιο του624 πραγματοποιήθηκε μια από τις σημαντικότερες μάχες στην ιστορία του Ισλάμ, στην περιοχή Μπαντρ της δυτικής Αραβίας (σημ. Σαουδική Αραβία). Αντιμέτωποι ήταν περίπου 1000 Κουραϊσίτεςκαι περίπου 300 μουσουλμάνοι οι οποίοι επιδίωξαν να στήσουν ενέδρα σε πλούσιο καραβάνι από τη Μέκκα, το οποίο προοριζόταν να σταθμεύσει στοΜπαντρ[42]. Ο διοικητής του καραβανιού, Αμπού Σουφιάν (Abu Sufyan), αντιλήφθηκε το σχέδιο των μουσουλμάνων και απέστειλε μήνυμα στη Μέκκα, με αποτέλεσμα σύντομα να σπεύσει στην περιοχή ο στρατός των Κουραϊσιτών, υπό τις οδηγίες του Αμπού Τζαλ. Αλλάζοντας την πορεία του, το καραβάνι έφτασε με ασφάλεια στη Μέκκα και όταν ο Μωάμεθ με τους συντρόφους κατέφθασαν στο Μπαντρ, ήρθαν τελικά αντιμέτωποι μετον στρατό του Αμπού Τζαλ. Αρκετοί από τον στρατό της Μέκκας επιθυμούσαν την αποφυγή της πολεμικής σύγκρουσης καθώς ανάμεσα στους μουσουλμάνους βρίσκονταν επίσης συγγενικά πρόσωπα ή μέλη της ίδιας πατρίας. Εισήλθαν έτσι στη μάχη με μεγάλη επιφύλαξη, σε αντίθεση με τους συντρόφους του Μωάμεθ, των οποίων το ηθικό αποδείχτηκε καθοριστικό γιατην έκβαση της σύγκρουσης, παρά το αριθμητικό μειονέκτημα[43]. Οι μουσουλμάνοι έχασαν 14 πολεμιστές στη μάχη. Από τον στρατό των Κουραϊσιτών σκοτώθηκαν 49-70 άνδρες, με περίπου ισάριθμους αιχμαλώτους από τους οποίους ορισμένοι θανατώθηκαν ενώ άλλοι απελευθερώθηκαν έναντι καταβολής λύτρων[44][45]. Ανκαιμετα σύγχρονα δεδομένα η μάχη του Μπαντρ φαίνεται μικρής σημασίας, αποτέλεσε το σημαντικότερο ίσως στρατιωτικό γεγονός στην ισλαμική ιστορία, καθώς θεωρείται αρκετά πιθανό πως σε περίπτωση ήττας η πρώιμη μουσουλμανική κοινότητα θα κατέρρεε[46]. Για τους μουσουλμάνους, η νίκη στο Μπαντρ θεωρήθηκε αποτέλεσμα θεϊκής παρέμβασης, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσε την πεποίθηση πως ο Μωάμεθ ήταν προφήτης και απόστολος του Θεού[47].
Μετά τη μάχη του Μπαντρ, ο Μωάμεθ εκδίωξε από τη Μεδίνα την εβραϊκή φυλή Καϊνούκα[48]. Επιπλέον συνεχίστηκαν οι επιδρομές σε καραβάνια που προέρχονταν από τη Μέκκα, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση των Κουραϊσιτών να λάβουν πιο δραστικά μέτρα. Το 624-5, με στρατό περίπου 3.000 ανδρών υπό τις οδηγίες του Αμπού Σουφιάν, κινήθηκαν προς τη Μεδίνα. Παρά την προτροπή αρκετών συντρόφων τουνα αμυνθούν εντός της Μεδίνας, ο Μωάμεθ επέλεξε να μεταφέρει τον στρατό τουστην πλαγιά του όρους Ουχούντ. Ενώ αρχικά η μάχη εξελισσόταν υπέρ τους, εξαιτίας της απειθαρχίας μιας ομάδας τοξοβόλων που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, οι μουσουλμάνοι τελικά ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή, ειδικά από τη στιγμή που διαδόθηκε πως ο Μωάμεθ είχε σκοτωθεί στη μάχη. Στην πραγματικότητα, ο Μωάμεθ είχε τραυματιστεί, ωστόσο κατάφερε να διασωθεί μετη βοήθεια συντρόφων του, εκμεταλλευόμενος καιτο γεγονός πως ο στρατός των Κουραϊσιτών δεν επιδίωξε να συνεχίσει την επίθεσή του. Σε περίπτωση πουο στρατός του Αμπού Σουφιάν επέλεγε να κινηθεί προς τη Μεδίνα, θεωρείται μάλλον βέβαιο πως δενθα μπορούσε να συναντήσει ισχυρή αντίσταση και ενώ αρχικά κατευθυνόταν πίσω στη Μέκκα επανεξετάστηκε το ενδεχόμενο να επιστρέψει τελικά στη Μεδίνα συνεχίζοντας την επίθεσή του[49]. Τελικά το ενδεχόμενο αυτό αποτράπηκε χάρη στην έμπνευση του Μωάμεθ να παραπλανήσει τον αντίπαλό του. Μια ομάδα βεδουίνων που ανήκε στη φυλή Khuza συνάντησε τυχαία τον Μωάμεθ και τους συντρόφους του. Κατόπιν σχεδίου, ο αρχηγός των βεδουίνων, ονόματι Μαμπάντ, έδωσε ψευδείς πληροφορίες στους Κουραϊσίτες, λέγοντας στον Αμπού Σουφιάν πως στην πορεία τους οι βεδουίνοι είχαν συναντήσει έναν πολυάριθμο μουσουλμανικό στρατό αποφασισμένο να πολεμήσει καινα εκδικηθεί[49]. Αυτή η παραπλανητική πληροφορία απέτρεψε τελικά τον στρατό της Μέκκας να εισβάλλει στη Μεδίνα.
Το επόμενο διάστημα, ο Μωάμεθ διαπραγματεύτηκε συμμαχίες με διάφορες πατριές, ενώ παράλληλα διενεργούσε επιδρομές εναντίον άλλων εχθρικών φυλών επιδιώκοντας να αποτρέψει μια πιθανή στρατιωτική συνεργασία τους μετη Μέκκα. Δύο χρόνια μετά τη μάχη του Ουχούντ, η φήμη του Μωάμεθ είχε εξαπλωθεί καιστη σφαίρα επιρροής του ανήκαν πλέον μακρινές περιοχές που εκτείνονταν μέχρι τον νότο της Μέκκας και ανατολικά μέχρι την περιοχή της Γιάμαμα. Οι μουσουλμάνοι είχαν επιπλέον κατορθώσει να ελέγχουν τις εμπορικές οδούς προς τη Μέκκα, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στην οικονομία της πόλης. Κατά τον Νοέμβριο του 626, ήταν ήδη γνωστό πως ο Αμπού Σουφιάν ετοίμαζε μια μεγάλη στρατιωτική επιδρομή στη Μεδίνα.
Κατά τονΙμπν Ισχάκ, οι Ιουδαίοι που είχαν εκδιωχθεί νωρίτερα από τη Μεδίνα και κατέφυγαν στην περιοχή Χεϊμπάρ ήταν εκείνοι που έπεισαν τους Κουραϊσίτες της Μέκκας να επιτεθούν. Η εκδοχή αυτή αμφισβητείται, καθώς θεωρείται πιθανότερο πως η κρίσιμη οικονομική κατάσταση της Μέκκας ήταν από μόνη της ένα ισχυρότερο κίνητρο[50].
Ο στρατός της Μέκκας αριθμούσε περίπου 10.000 άνδρες που προέρχονταν από διάφορες φυλές. Περισσότεροι σε πλήθος ήταν οι Κουραϊσίτες (4.000 άνδρες) καιοι βεδουίνοι Γαταφάν (περ. 2.000). Περίπου 700 άνδρες προέρχονταν ακόμα από τη φυλή Σουλαϊμ, ενώ οι υπόλοιποι από μικρότερες φυλές που συμμετείχαν είτε επί πληρωμή είτε με σκοπό να λάβουν μερίδιο από μελλοντικά λάφυρα[51]. Ο στρατός της Μεδίνας αριθμούσε περίπου 3.000 άνδρες και περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο τον πληθυσμό της πόλης. Σε αντίθεση μετη μάχη του Ουχούντ, οι μουσουλμάνοι δεν αντιμετώπισαν τον αντίπαλο στρατό σε ανοικτό πεδίο. Επιπλέον, υιοθέτησαν μια αμυντική θωράκιση που περιλάμβανε την κατασκευή μιας τάφρου κατά μήκος του εδάφους που ήταν ανοικτό σε επίθεση από το αντίπαλο ιππικό, κυρίως στα βόρεια και ανατολικά. Η ιδέα της κατασκευής της τάφρου ανήκει μάλλον σε έναν Πέρση, πρώην δούλο, μετο όνομα Σαλμάν, ο οποίος είχε βοηθηθεί στο παρελθόν από τον Μωάμεθ να αποκτήσει την ελευθερία τουκαι είχε μεταστραφεί στον μουσουλμανισμό.
Ο στρατός της Μέκκας έφτασε στη Μεδίνα τον Μάρτιο του 627 και στρατοπέδευσε στα βόρεια της πόλης. Η τάφρος αποδείχθηκε εξαιρετικά δύσκολο εμπόδιο για τους άνδρες του Αμπού Σουφιάν καιγια περίπου τρεις εβδομάδες οι δύο πλευρές παρέμειναν στις θέσεις τους. Στη διάρκεια της ανεπιτυχούς πολιορκίας της Μεδίνας τόσο ο Μωάμεθ όσο καιο Αμπού Σουφιάν επιχείρησαν ναβρουνμια πολιτική λύση. Ο Μωάμεθ επιδίωξε να πείσει τους βεδουίνους Γαταφάν να αποχωρήσουν υποσχόμενος να τους παραχωρήσει το ένα τρίτο της σοδειάς χουρμάδων της Μεδίνας, ωστόσο η πρόταση αυτή βρήκε αντίθετους τους κτηματίες. Από τη δική του πλευρά, οΑμπού Σουφιάν επιχείρησε να στρέψει τους Εβραίους Μπανού Κουρανταγιάχ (Bani Quraydhah) εναντίον των μουσουλμάνων, επίσης χωρίς επιτυχία. Καθώς η πολιορκία συνεχιζόταν η έλλειψη φαγητού καιη κόπωση άρχισε να πλήττει τον στρατό της Μέκκας. Μια ισχυρή κακοκαιρία που ξέσπασε προκαλώντας φθορές και απώλεια εξοπλισμού οδήγησε τελικά τον Αμπού Σουφιάν στην απόφαση να διατάξει την αποχώρηση του στρατού καιτη λήξη της πολιορκίας.
Μετά την αποχώρηση του στρατού της Μέκκας, ο Μωάμεθ διέταξε την εξολόθρευση των Εβραίων Μπανού Κουρανταγιάχ, τους οποίους είχε προσεγγίσει ο Αμπού Σουφιάν στην προσπάθειά τουνα τους πείσει να επιτεθούν στους μουσουλμάνους από τον νότο. ΟΙμπν Ισχάκ δεν παραδίδει τα αίτια αυτής της επίθεσης στην εβραϊκή πατριά, αναφέροντας μόνο πως ο Μωάμεθ είχε δεχθεί θεϊκή εντολή. Παρά τις διαπραγματεύσεις τους με τους Κουραϊσίτες, κατά την πολιορκία της Μεδίνας, δεν υπάρχουν σημαντικές μαρτυρίες πουνα επιβεβαιώνουν πως οι Μπανού Κουρανταγιάχ πράγματι πρόδοσαν τους μουσουλμάνους[52]. Ο Μωάμεθ πιθανώς διέβλεπε πως η εξόντωσή τους είχε σημαντικά πολιτικά οφέλη καθώς η στρατιωτική τους δύναμη ήταν σημαντική και μελλοντικά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε κίνδυνο γιατην ενότητα και ασφάλεια των μοουσουλμάνων. Επιπλέον, η εξολόθρευσή τους έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα προς τους εξόριστους εβραίους της Χεϊμπάρ.
Κριτική γιατον Μωάμεθ υπάρχει ήδη από τον 7ο αιώνα, όταν ο Μωάμεθ επικρίθηκε από τους μη μουσουλμάνους Άραβες της ίδια εποχής με αυτόν γιατο κήρυγμα του μονοθεϊσμού και από τις εβραϊκές φυλές της Αραβίας γιατην ιδιοποίηση των βιβλικών αφηγήσεων και προσώπων καιτην ανακήρυξη του εαυτού του ως η «Σφραγίδα των Προφητών». [53][54][55][56]ΣτονΜεσαίωνα, οι Δυτικοί καιοιΒυζαντινοίτον χαρακτήρισαν ψευδοπροφήτη, Αντίχριστο, ή τον απεικόνισαν ως αιρετικό, όπως τον παρουσίαζαν συχνά στονΧριστιανικό κόσμο.[57][55][58][56]Η σύγχρονη κριτική περιλαμβάνει την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του Μωάμεθ ως προφήτη, την ηθική του συμπεριφορά, τους γάμους, την ιδιοκτησία σκλάβων, τη μεταχείριση των εχθρών, την προσέγγιση σε δογματικά ζητήματα καιτην ψυχολογική του ευημερία.[57][59][60][61]
↑Ως «έτος του ελέφαντα» αναφέρεται στην ισλαμική ιστορία το γεγονός της εισβολής του βασιλιά της Αβυσυνίας Αμπράχα στηνΚάαμπα, με στρατό που περιλάμβανε ελέφαντες. Καταγράφεται στη σουρά 105 του Κορανίου και θεωρείται πιθανό πως στην πραγματικότητα έλαβε χώρα πριντο 570.
↑Tabarı, Ta'rīkh, I, 1192, όπως παρατίθεται στο Hawting, G. R. The Idea of Idolatry and the Emergence of Islam: From Polemic to History, Cambridge University Press, 1999, σελ. 131-2. ΟΑλ Ταμπαρί μεταφέρει αφήγηση τουΙμπν Ισχάκ, η οποία ωστόσο δεν συναντάται στην αναθεωρημένη σίρα τουΙμπν Ισχάκ από τονΙμπν Χισάμ.
↑Πρόκειται για τις θεότητες ΑλΛατ, Αλ Ουζά και Μανάτ και τους στίχους «αυτές είναι που πετούν ψηλά / ευχόμενοι τη μεσολάβησή τους» (με παραλλαγές) αντί των στίχων 19-20 της σουράς 53 του Κορανίου. Ο όρος «σατανικοί στίχοι» που καθιερώθηκε ανήκει στον ιστορικό William Muir.
↑Hawting, G. R. The Idea of Idolatry and the Emergence of Islam: From Polemic to History, Cambridge University Press, 1999, σελ. 134. Βλ. καιEncyclopedia of Islam, σελ. 365