ΟΣάμιουελ Μπέκετ (αγγλ.: Samuel Barclay Beckett, 13 Απριλίου1906 – 22 Δεκεμβρίου1989) ήταν Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του είναι βασικά μινιμαλιστικό, και σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, βαθιά απαισιόδοξο γιατην ανθρώπινη φύση. Η απαισιοδοξία αυτή αντανακλάται από την εκτενή και περίεργη αίσθηση του χιούμορ στο έργο του, καθώς και από το γεγονός ότι η περιγραφή των εμποδίων στην ανθρώπινη ζωή εξυπηρετεί την επιθυμία του Μπέκετ να δείξει ότι το ταξίδι είναι που αξίζει, παρά τις δυσκολίες του.
Η οικογένεια Beckett (αρχικά Becquet) φημολογείτο ότι είχαν καταγωγή από Ουγενότουςπου μετακινήθηκαν από τηΓαλλίαστηνΙρλανδία μετά την ανάκληση του Διατάγματος της Ναντςτο1685. Ο πατέρας του Μπέκετ ήταν επιμετρητής ποσοτήτων καιη μητέρα του νοσοκόμα.[17].
Ο Μπέκετ σπούδασε γαλλικά, ιταλικάκαιαγγλικάστο Τρίνιτι Κόλετζ στοΔουβλίνο από το1923 έως το1927. Αφού πήρε το πτυχίο του, δίδαξε για μικρό χρονικό διάστημα στο Campbell College τουΜπέλφαστκι έπειτα διορίστηκε ως καθηγητής αγγλικών στην École Normale Supérieure στοΠαρίσι, όπου και γνωρίστηκε μετον γνωστό Ιρλανδό συγγραφέα Τζέιμς Τζόις. Η γνωριμία αυτή επηρέασε έκδηλα τον νεαρό Μπέκετ, ο οποίος βοηθούσε τον Τζόις στο έργο του, όπως στην έρευνα γιατο βιβλίο τουΗ αγρύπνια των Φίννεγκαν .[18]Το1929, ο Μπέκετ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, ένα κριτικό δοκίμιο με τίτλο Dante...Bruno. Vico..Joyce. Τον επόμενο χρόνο, κέρδισε ένα μικρό λογοτεχνικό έπαθλο μετο ποίημα «Whoroscope», εμπνευσμένο από μια βιογραφία τουΡενέ Ντεκάρτπου έτυχε να διαβάζει εκείνη την περίοδο.
To 1930, ο Μπέκετ επέστρεψε ως λέκτορας στο Τρίνιτι Κόλετζ, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από το ακαδημαϊκό του λειτούργημα. Την απέχθειά του αυτή την εξέφρασε με ένα τέχνασμα που έκανε στηModern Language SocietyτουΔουβλίνου, διαβάζοντας σταγαλλικά ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο του συγγραφέα Jean du Chas, ιδρυτή του κινήματος του Συγκεντρωτισμού. Τόσο ο συγγραφέας όσο καιτο κίνημά του ήταν δημιουργήματα της φαντασίας του Μπέκετ, πουμε αυτό τον τρόπο ήθελε να κοροϊδέψει τους σχολαστικούς.
Ο Μπέκετ παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το1931και ξεκίνησε να ταξιδεύει στηνΕυρώπη. ΣτοΛονδίνο, εξέδωσε μια κριτική μελέτη γιατονΓάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προυστ. Ένα χρόνο αργότερα, έγραψε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Dream of Fair to Middling Women, το οποίο εγκατέλειψε μετά τις απορρίψεις αρκετών εκδοτών (εκδόθηκε τελικά το1993).
Μετά από άλλα ταξίδια, όπως στηΓερμανία, όπου δήλωσε απέχθεια γιατη δράση τωνΝαζί, βρέθηκε στοΠαρίσι. Εκεί, τον Ιανουάριο του1938, έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, καθώς αρνιόταν τις ανήθικες προτάσεις ενός περιβόητου μαστροπού της πόλης. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τουστο νοσοκομείο, γνώρισε την Suzanne Deschevaux-Dumesnil, μετην οποία θα διατηρούσε μια μακροχρόνια σχέση πουθα κρατούσε σχεδόν 50 χρόνια.
Κατά τοΒ' Παγκόσμιο Πόλεμοο Μπέκετ συμμετείχε στηΓαλλική Αντίσταση, δουλεύοντας ως αγγελιαφόρος, καιτα επόμενα δυο χρόνια αρκετές φορές διακινδύνευσε να συλληφθεί από τηνΓκεστάπο.
Τον Αύγουστο του1942, η μονάδα του προδόθηκε: αυτός κιη γυναίκα του, Σουζάν, κατέφυγαν νότια, στο μικρό χωριό Ρουσιγιόν, όπου και συνέχισαν να βοηθούν στην Αντίσταση, κρύβοντας πολεμικό εξοπλισμό στην κατοικία τους και βοηθώντας εμμέσως ένα σαμποτάζ τωνΜακί εναντίον τουγερμανικού στρατού.
Ο Μπέκετ τιμήθηκε μετο Μετάλλιο Αντίστασης καιτο Σταυρό του πολέμου από τηγαλλική κυβέρνηση γιατη δράση του κατά της γερμανικής κατοχής, ωστόσο μέχρι το τέλος της ζωής του αναφερόταν με μετριοφροσύνη στο έργο του αυτό.[19]
Το1945, ο Μπέκετ επέστρεψε στοΔουβλίνο, όπου και είχε μια αποκάλυψη γιατη μελλοντική λογοτεχνική του πορεία, γεγονός που αργότερα παρουσιάστηκε στο έργο του1958Krapp's Last Tape, όπου πολλοί σχολιαστές ταύτισαν τον Μπέκετ μετον Krapp, ο οποίος σε όλο το έργο ακούει μια κασέτα που ηχογράφησε παλαιότερα καισε ένα σημείο αναφέρει: ...σαφές τελικά σε εμένα πως το σκοτάδι που πάντα πάλευα να κατανικήσω είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερός μου σύμμαχος...
Ο Μπέκετ είναι περισσότερο γνωστός γιατο έργο τουΠεριμένοντας τον Γκοντό, το οποίο γράφτηκε αρχικά σταγαλλικά, όπως καιτα περισσότερα έργα του Μπέκετ μετά το1947. Το έργο δημοσιεύτηκε το1952και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το1953. ΣτοΠαρίσι, έκανε δημοφιλή και αμφιλεγόμενη επιτυχία, ενώ στοΛονδίνοτο1955 αρχικά το υποδέχτηκαν με αρνητικές κριτικές, ενώ παίχτηκε με επιτυχία και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η επιτυχία αυτή άνοιξε στον Μπέκετ το δρόμο γιαμια σταδιοδρομία στο θέατρο με επιτυχημένα έργα όπως: Endgame, Krapp's Last Tape, Happy DaysκαιPlay. Οι συνεχείς επιτυχίες των θεατρικών του έργων του άνοιξαν την καριέρα καιτου θεατρικού σκηνοθέτη.
Ο Μπέκετ δημοσίευσε επίσης δοκίμια, λογοτεχνικές κριτικές και μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων τοΜέρφι (1938) καιτην τριλογία Μολλόυ (1951), Ο Μαλόν πεθαίνει (1951) καιΟ ακατονόμαστος (1953) που θεωρούνται από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα τουμοντερνισμούτου 20ού αιώνα. [20]
Το1961, σεμια μυστική τελετή στηνΑγγλία, ο Μπέκετ παντρεύτηκε τη Σουζάν, κυρίως για λόγους που σχετίζονταν μετογαλλικό κληρονομικό δίκαιο.
Το1969, κατά τη διάρκεια των διακοπών τουστηνΤύνιδαμετη Σουζάν, ο Μπέκετ έμαθε ότι κέρδισε τοβραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το Νόμπελ απονεμήθηκε στον Σάμιουελ Μπέκετ για τους «νέους τρόπους έκφρασης που έχει εισαγάγει στην πεζογραφία καιτο δράμα». Στην τελετή της απονομής ο εκπρόσωπος της Σουηδικής Ακαδημίας τόνισε στο λόγο του «τη βαθιά αίσθηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας» που αναδύθηκε μέσα από το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα: «Τρέφει γιατην ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα καιπιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης γιανα ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους»[21].