Ητερέβινθος ή τσικουδιά ή κοκκορεβυθιά ή τσιτσιραβλιά ή τζιτζιραφιά ή τρεμιθκιά, στην Κύπρο, ή κοκορέτσα ή αγριοφυστικιά ή γραμυθιά ή αγράμυθας(Pistacia terebinthus) είναι ένα δένδρο πολύ γνώριμο στην περιοχή της Μεσογείου, για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του. Συγγενεύει μετηφιστικιά (Pistacia vera) καιτονσχίνο (Pistacia lentiscus), από του οποίου τη Χιώτικη ποικιλία εξάγεται ημαστίχα.
Η τσικουδιά ανήκει στο γένος των Πιστακίων, της οικογένειας τωνΑνακαρδιοειδών της τάξης των Σαπινδωδών. Άλλα είδη της οικογένειας είναι τοΠιστάκιο του ΆτλανταστονΛίβανοκαιτοΠιστάκιο της Κίνας, ένα δένδρο λιγότερο φουντωτό. Η καταγωγή της είναι μεσογειακή καιτη βρίσκουμε από τηνΙσπανία μέχρι τον Λίβανο.
Κύριος σκοπός της καλλιέργειάς της δεν είναι τα νόστιμα και μυρωδάτα τσίκουδα αλλά η κρεμεντίνα. Αυτή είναι ρητίνη όμοια μετο ρετσίνι του πεύκου, από την οποία, μετά από ειδική επεξεργασία (βρασμός), παράγεται ητερεβινθίνη, το γνωστό νέφτι (Chian or Scio turpentine). Ακόμη χρησιμοποιείται σε βερνίκια και είναι βασικό συστατικό σε λαδομπογιές. Η διαφορά στην κρεμεντίνα είναι ότι περιέχει μεγάλες ποσότητες ταννίνης. Έτσι παράγεται ένα λάδι που χρησιμοποιείται γιανα σκουραίνει καινα γυαλίζει δέρματα όπως και από το βελανίδι ή την πέτικα. Το μαστιχαδιενολικό οξύ που παράγεται από την κρεμεντίνα, χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες, όπως απέδειξε ομάδα καθηγητών στο τμήμα φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου της ΒαλένθιαστηνΙσπανίαμε πειράματα σε ποντίκια το2002, αλλά καιγια πολλές άλλες φαρμακευτικές χρήσεις, όπως τα αντηλιακά έλαια.
Η τερέβινθος είναι δένδρο που φτάνει μέχρι καιτα 10 μέτρα. Με κατάλληλο κλάδεμα μπορεί να παραμείνει σε χαμηλό ύψος προκειμένου να είναι ευκολότερη η συγκομιδή των καρπών της. Πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7 έως 10 ετών γιανα κάνει καρπό και ξεχωρίζει σε αρσενικό και θηλυκό. Ένα αρσενικό δένδρο φτάνει γιανα επικονιάσει από 8 έως 12 θηλυκά στην ίδια περιοχή. Καρπούς κάνουν μόνο τα θηλυκά που ανθίζουν μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου κάθε χρόνο.
Οι μικροί φυστικοειδείς καρποί ξεκινούν να μεγαλώνουν αμέσως μετά σε σχηματισμό κοντούρας. Αλλάζουν πολλά χρώματα καιστο τέλος του καλοκαιριού από κόκκινοι μετατρέπονται σε σκούρο μελανό, ενώ το επόμενο σκούρο πράσινο χρώμα δείχνει καιτην ωριμότητά τους. Τα φύλλα της τερεβίνθου είναι ατρακτοειδή, πράσινα, γυαλιστερά και σχηματίζουν συστάδες των 9 (4 και 4 αντικριστά και ένα στην άκρη) σε σχήμα ψαροκόκκαλου. Αν χαράξεις τον κορμό της τρέχει ρετσίνι με έντονη οσμή και κολλώδεις ιδιότητες, η κρεμεντίνα, η οποία έχει πολλαπλές χρήσεις.
Οι καρποί της, τα τσίκουδα, υπάρχουν σε πολλές ποικιλίες για διαφορετικές χρήσεις. Τα πρώιμα αρχίζοντας περίπου από τα τέλη Ιουνίου, τα Ψιλάντικα, τα Χατζημηνάτα, τα Ρεβυθάτα που είναι χοντρά και σαρκώδη, τα Ψιλά γιατην παραγωγή λαδιού καιτα σέρτικα. Όλα εκτός από τα σέρτικα μπορούν με κατάλληλη πίεση να ανοίξουν το κέλυφός τους σε δύο ίσα μέρη - γαβαθάκια καινα ελευθερώσουν το νόστιμο και θρεπτικό περιεχόμενο τους.
Η τεχνική της συγκομιδής των τσίκουδων για παραγωγή λαδιού γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού μόλις ωριμάσει ο καρπός, μετο στρώσιμο υφασμάτων –τσόλες - κάτω από το δένδρο όπου πέφτει ο καρπός, καθώς κάποιος ραβδίζει τα ψηλότερα σημεία του δένδρου σε ψιλή ανεμόσκαλα. Τα τσίκουδα στη συνέχεια τρίβονται γιανα πέσουν από τα τσαμπιά και τοποθετούνται σε σκάφες με νερό γιανα ξεχωρίσουν τα κούφια που επιπλέουν, από τα γεμάτα. Στεγνά πλέον μεταφέρονται στο ελαιοτριβείο γιανα μετατραπούν σε λάδι. Αφού κοπανιστούν, αλέθονται και μπαίνουν στο στειράκι, όπου με πίεση βγαίνει όλος ο χυμός τους που συγκεντρώνεται σε δεξαμενή. Το λάδι που επιπλέει, μαζεύεται μεμια κομμένη κολοκύθα που χρησιμοποιείται σαν κουτάλα και τοποθετείται σε μπουκάλια ή νταμιτζάνες για οικιακή χρήση. Το λάδι που προκύπτει από τους καρπούς περιέχει ένα δυνατό συνδυασμό πρωτεϊνών και τανίνης και είναι νόστιμο, παχύ και μυρωδάτο, κατάλληλο γιατη ζαχαροπλαστική αλλά και ως καρύκευμα φαγητών.
Τα φύλλα της τερεβίνθου είναι εδώδιμα και γίνονται τουρσί μετην ονομασία τσιτσίραβλα ή τζιτζίραφα. Συλλέγονται από τέλη Μαρτίου μέχρι τέλη Απριλίου όταν είναι ακόμα μικρά τρυφερά βλαστάρια προτού ανοίξουν πλήρως. Κυρίως καταναλώνονται στην περιοχή της Μαγνησίας (Βόλο, Πήλιο και Βόρειες Σποράδες) και θεωρούνται εξαιρετικός μεζές γιατο τσίπουρο.[1][2][3]
Η τερέβινθος είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων, καθώς αναφέρεται σαφώς στην Αινειάδα του Βιργιλίου (βιβλίο 10, γραμμή 136, όπου ο Ασκάνιος, γιος του Αινεία παρομοιάστηκε στη μάχη ως η Ορίσια Τερεβίνθους), αλλά ακόμα καισε κείμενα του Προφήτη Ησαΐα (κεφ.1 εδάφ. 29) όπου ένα δένδρο των Εβραίων μεταφράζεται ως Πιστάκιο. Η ίδια είναι γνωστή από την περίοδο της κλασσικής Ελλάδας γιατην αρωματική και ιατρική χρήση των προϊόντων της.