Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 10 μέτρα με πλούσια διακλάδωση με κλαδιά που έχουν χρώμα σταχτί. Ταφύλλατου είναι δερματώδη και σύνθετα. Οιταξιανθίες της φιστικιάς σχηματίζουν τσαμπιά από μικρά άνθη. Οι φιστικιές είναι αρσενικά και θηλυκά δέντρα, μετα αρσενικά να ανθίζουν νωρίτερα. Έτσι ηγύρη συλλέγεται και συντηρείται σε ψυγεία και ρίχνεται αργότερα στα θηλυκά άνθη μετη μορφή ραντίσματος (τεχνητή επικονίαση). Ο καρπός του δέντρου έχει μήκος 1-2 εκατοστά καιτο εξωτερικό κέλυφος (περικάρπιο) είναι δερματώδες και έχει πράσινο χρώμα, ενώ το εσωτερικό κέλυφος (ενδοκάρπιο) είναι ξυλώδες και σκληρό. Όταν ωριμάσει το περικάρπιο, γίνεται ωχρό, σχίζεται και πέφτει, αφήνοντας το ενδοκάρπιο, πουμετη σειρά του ανοίγει, αφήνοντας να φανεί η εσωτερική ψίχα. Αυτή έχει χρώμα πράσινο και περιβάλλεται από λεπτό φλοιό ρόδινου χρώματος (περισπέρμιο). Οι καρποί της φιστικιάς σχηματίζουν ολόκληρα τσαμπιά.[1]
Η φιστικιά είναι δέντρο πουδεν αντέχει την πολλή υγρασία. Αναπτύσσεται καλύτερα σε κρύο και σύντομο χειμώνα χωρίς πολλές βροχές και μακρύ και ζεστό καλοκαίρι. Οιρίζες της μπαίνουν βαθιά μέσα στο έδαφος και έτσι είναι εξαιρετικά ανθεκτική στηνξηρασία, περισσότερο ακόμα και από τηνελιά. Πάντως χρειάζεται περιοδικό πότισμα, ιδίως όταν η ξηρασία είναι παρατεταμένη. Το χώμα που προτιμά είναι αμμοπηλώδες με πολύ ασβέστιο. Η φιστικιά πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό και σπορά. Ο καρπός μαζεύεται, στεγνώνεται και φυλάσσεται για λίγο καιρό μέχρι να φυτευτεί.[2]
Το έδαφος χρειάζεται αρκετά φρεζαρίσματα ώστε να εξαφανιστούν τα ζιζάνια, για εξοικονόμηση της υγρασίας. Χρειάζεται λίπανση κυρίως με αζωτούχα λιπάσματα όταν το δέντρο είναι μικρό. Η απόδοση του δέντρου με κανονική καρποφορία αρχίζει τον τέταρτο χρόνο μετά τη φύτευση.
Σήμερα η συγκομιδή γίνεται με σύγχρονες μεθόδους, με ειδικούς ηλεκτρικούς δονητές που τινάζουν τους καρπούς από τα δέντρα. Στη συνέχεια τα φιστίκια συγκεντρώνονται, ξεφλουδίζονται από το εξωτερικό φλοιό, πλένονται με νερό και ξηραίνονται είτε παραδοσιακά στον ήλιο είτε σε ξηραντήρια. Στη συνέχεια γίνεται διαλογή - διαχωρισμός των φιστικίων σε ανοιχτά και κλειστά φιστίκια. Μετά μπαίνουν σε αλατούχο διάλυμα για λίγη ώρα καιστη συνέχεια φουρνίζονται για 40 λεπτά στους 100 βαθμούς. Τέλος υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής φιστικόψιχας ( συνήθως από τα κλειστά φιστίκια) με ειδικά μηχανήματα - σπαστήρες.
Τα φιστίκια είναι από τους καλύτερους ποιοτικά καιπιο νόστιμους ξηρούς καρπούς. Είναι μεγάλης θρεπτικής αξίας, πλούσια σεβιοτίνη, πρωτεΐνεςκαι ανόργανα άλατα. Καταναλώνονται καβουρδισμένα, με ή χωρίς αλάτι καθώς και νωπά είτε νωπά ανάλατα. Χρησιμοποιούνται καιστη ζαχαροπλαστική.
ΣτηνΕλλάδα καλλιεργείται μία από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο, η Αιγινίτικη μετα περίφημα και ιδιαίτερης θρεπτικής αξίας φιστίκια Αιγίνης[3]. Η διαχρονική φήμη τους οδήγησε στο γεγονός να αποκαλείται παλαιόθεν σε όλη την επικράτεια οεν λόγω καρπός "Φιστίκι Αιγίνης", ανεξαρτήτως προέλευσης, ώσπου το 1996 ηονομασία προέλευσης από την Αίγινα κατοχυρώθηκε με Κοινοτική απόφαση[4], ώστε στις άλλες περιοχές να αποκαλείται πλέον κελυφωτό φιστίκι. Σε μικρότερο βαθμό καλλιεργείται η ποικιλία Νυχάτη. Η καλλιέργεια της φιστικιάς τα τελευταία χρόνια εκτός από τηνΑίγινα, τηΣαλαμίνακαιταΜέγαρα, που ήταν παραδοσιακές φιστικοπαραγωγές περιοχές, επεκτάθηκε στηΦθιώτιδα, Θεσσαλία, ΒοιωτίακαιΕύβοια.[5]
ΟιΗ.Π.Α. έχουν τη μεγαλύτερη παραγωγή στον κόσμο. Ακολουθούν τοΙράν, ηΤουρκία, ηΚίνακαιηΣυρία. Η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη και έκτη στον κόσμο με ετήσια παραγωγή που κυμαίνεται μεταξύ 4.500 και 8.000 τόνων ετησίως[6] (στοιχεία 2018: 6,338)[7].
Στα τέλη το 19ουαι. βοτανολόγοι όπως οι De Caudole, Boissier, Engler επισκέφθηκαν τη Νοτιοδυτική Ασία και αποφάνθηκαν πως πατρίδα της φιστικιάς ήταν η Συρία, η Τουρκία καιη Μεσοποτομία. Στα 1929-1930 οι Ρώσοι βοτανολόγοι Popov και Morozoff επισκεπτόμενοι την Κεντρική Ασία ανακάλυψαν άγρια αυτοφυή φιστικιά. Οι περιοχές ήταν το Βορειοανατολικό Ιράν, Βόρειο Αφγανιστάν, Ανατολικό Ουζμπεκιστάν, Νότιο Τουρκμενιστάν και Ανατολικό Κιργιστάν. Στην Κεντρική Ασια έγινε καιη εξημέρωση της άγριας φιστικιάς.[8]
Ωστόσο παλαιοβοτανικές έρευνες έχουν δείξει ότι η Νότια Ευρώπη καιη Νοτιοδυτική Ασία δεν είναι πατρίδα της φιστικιάς. Εξαίρεση είναι ο καρπός φιστικιάς που βρέθηκε στο Σέσκλο της Νεότερης Νεολιθικής εποχής και απανθρακωμένοι καρποί φιστικιάς στο Περιβόλι Μαγούλας των περιόδων Ραχμάνι (Χαλκολιθικής) και Πρώιμης Μεσοελλαδικής. Η προέλευσή τους αμφισβητείται και αποδίδεται σε μεταγενέστερες διεισδύσεις.[9]Πριντον 4οαι. π.Χ. η φιστικιά δεν αναφέρεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία, ενώ ο πρώτος πουτην αναφέρει περιγράφοντας την, αλλά όχι κατονομάζοντάς την είναι ο Θεόφραστος στο έργο Περί φυτών ιστορία IV 4, 7. Επειδή μιλάει για πολλά φυτά, πουδεν έχει δεικαιοι πληροφορίες του είναι από δεύτερο χέρι, πιθανώς γιατη φιστικιά έχει πληροφορίες από επιστήμονες που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Άλλη αρχαία μαρτυρία προέρχεται από τον Νίκανδρο τον Κολοφώνιο (2ος αι. π.Χ.) στο ποίημά τουΘηριακάστ. 890-891 όπου απαριθμεί φυτά που προστατεύουν από τσιμπίματα σκορπιών[10]Ο φαρμακογνώστης Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος στο έργο τουΠερί ύλης ιατρικής (Ι 124, 1,11) γράφει ότι η φιστικιά παραγόταν στη Συρία. Τον 1οαι. οΠλίνιος ο ΠρεσβύτεροςστηΦυσική ιστορίατου (XV 83,91) μιλάει για έναν ιππότη Βιτέλιο που έφερε τη φιστικά στο σπίτι τουστη Ρώμη στο τέλος της βασιλείας του Τιβέριου (30 π.Χ.) καιτον ίδιο χρόνο ο Φλάκκος Πομπήιος την εισήγαγε στην Ισπανία. Στους Δειπνοσοφιστές του Αθηναίου Ναυκράτιου περιγράφεται συμπόσιο, όπου προσφέρονται μεταξύ άλλων και φιστίκια: περιγράφεται ως λείος, λευκόφαιος, μακρύς, πράσινος στο εσωτερικό καιανκαι λιγότερο χυμώδης από τον καρπό της κουκουναριάς είναι πιο εύγευστος από αυτόν.[11]Ο Boris de Saint Vincent,αξιωματικός του γαλλικού στρατού αναφέρει στο βιβλίο του La Flore du Peloponnese et des Cyclades (1838) ότι υπήρχαν φιστικιές στην Πήλο καιστη Φιγάλεια. Ο Παναγιώτης Γεννάδειος αναφέρει πως αυτός που έδωσε την πρώτη ώθηση στην καλλιέργεια του δέντρου ήταν ο εισαγωγέας της βιομηχανίας σοκολάτας στην Ελλάδα Δ.Παυλίδης, ο οποίος από το 1860 εγκατέστησε φυτεία φιστικιάς στο κτήμα τουστο Ψυχικό. Ακολούθησε ο Ορφανίδης, διευθυντής του Δημόσιου Δενδροκομείου στον Βοτανικό, κυρίως από το 1869. Ο Γεννάδιος διαδεχόμενος τον Ορφανίδη στη διεύθυνση του Δημόσιου Δενδροκομείου έδωσε μεγαλύτερη ώθηση στη διάδοση του συγκεκριμένου φυτού
Όσον αφορά την Αίγινα δεν είναι γνωστό πότε εισήχθη στο νησί. Υπάρχουν μόνο προφορικές μαρτυρίες πως εισήχθησαν δέντρα από την Περσία καιτη Συρία. Ο Γερμανός βοτανολόγος Theodor von Heldreich επισκεπτόμενος έξι φορές την Αίγινα από το 1848 έως το 1881 δεν αναφέρει καθόλου τη φιστικιά. Στα Ιστορικά Αρχεία της Αίγινας έχει βρεθεί έγγραφο με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1898, που μνημονεύει συναλλαγή μεταξύ δύο κατοίκων του νησιού σχετικά με 12 οκάδες φιστικιού.
Ο πρώτος οργανωμένος φιστικιώνας στην Αίγινα εγκαταστάθηκε από τον Νικόλαο Περόγλου κατά την τελευταία δεκαετία του 19ουαι. Ο Περόγλου ήταν Αθηναίος, αλλά είχε αγοράσει στην Αίγινα μια έκταση είκοσι στρεμμάτων. Στο μεγαλύτερο μέρος του κτήματος φύτεψε οπωροφόρα δέντρα και μεταξύ αυτών και φιστικιές. Η γειτνίαση μετη θάλασσα καιτο φτωχό έδαφος δεν ευνόησε την ανάπτυξη των δέντρων, με εξαίρεση τη φιστικιά μετην οποία αντικατέστησε τα αποτυχημένα δέντρα.[12]Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 είχαν αρχίσει να φυτεύονται και από άλλους ντόπιους καλλιεργητές μικρές εκτάσεις. Το 1994 τοφιστίκι Αιγίνης εντάχθηκε στα προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης καιτο 1996 καταγράφηκε ως προϊόν ΠΟΠστην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[13]