ΟΧριστιανός Κάρολος Φρειδερίκος Αλβέρτος Αλέξανδρος Γουλιέλμος γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1870 στα Ανάκτορα Σαρλότενλουντ, κοντά στηνΚοπεγχάγη.[1][2] Ήταν το πρώτο παιδί τουΦρειδερίκου, τότε διαδόχου της Δανίας, και της συζύγου τουΛουίζας της Σουηδίας (κόρη τουΚαρόλου ΙΕ΄ της Σουηδίας).[2] Βαφτίστηκε στις 31 Οκτωβρίου 1870 στο παρεκκλήσι των Ανακτόρων Κρίστιανσμποργκ από τον Επίσκοπο της Ζηλανδίας Χανς Λάσεν Μάρτενσεν.[3]
Το ζευγάρι έλαβε μέρος τωνΑνακτόρων ΑμάλιενμποργκστηνΚοπεγχάγηγια μόνιμη κατοικία, καθώς καιτα Ανάκτορα Σοργκενφρί βόρεια της Κοπεγχάγης για θερινή κατοικία. Επιπλέον το 1898 έλαβε ως γαμήλιο δώρο από τον λαό της Δανίας τα Ανάκτορα Μαρσέλισμποργκ στοΏρχους. Επίσης το 1914 ο Χριστιανός Ι΄ απέκτησε τη βίλα Κλιτγκόρντεν στο Σκάγκεν.[3]
Στις 14 Μαΐου 1912 ο πατέρας του Φρειδερίκος Η΄ πέθανε από δύσπνοια, κατά τη διάρκεια βόλτας τουσε πάρκο τουΑμβούργου της Γερμανίας.[2]Ο Χριστιανός έπειτα ανέβηκε στον θρόνο ως Χριστιανός Ι΄.
Τον Απρίλιο του 1920 ο Χριστιανός υποκίνησε μια συνταγματική κρίση, η οποία επηρέασε καθοριστικά το μέλλον της μοναρχίας στη Δανία. Η κύρια αιτία ήταν η διαφωνία τουμετο υπουργικό Συμβούλιο, σχετικά μετην επανένωση μετη Δανία τουΣλέσβιχ, ενός πρώην φέουδου της Δανίας, το οποίο βρισκόταν στον έλεγχο της Πρωσίας. Οι αξιώσεις της Δανίας γιατην περιοχή συνεχιζόταν μέχρι το τέλος τουΑ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποτέλεσμα η ήττα των Γερμανών να καταστήσει δυνατή την επίλυση της απαίτησης αυτής. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το μέλλον του Σλέσβιχ έπρεπε να καθοριστεί μέσα από δύο δημοψηφίσματα, ένα στο Βόρειο Σλέσβιχ και ένα στο Κεντρικό Σλέσβιχ. Δεν προβλέφθηκε κάποιο δημοψήφισμα γιατο Νότιο Σλέσβιχ, καθώς εκεί οι κάτοικοι ήταν στην πλειοψηφία τους Γερμανοί.[3]
Στο Βόρειο Σλέσβιχ το 75% του πληθυσμού ψήφισε υπέρ της επανένωσης μετη Δανία, με αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή να κατοχυρωθεί στη Δανία. Στο Κεντρικό Σλέσβιχ η κατάσταση ήταν αντίστροφη, μετο 80% να επιλέγει να παραμείνει εντός της Γερμανίας. Με βάση αυτά τα δημοψηφίσματα ο πρωθυπουργός της Δανίας Καρλ Τέοντορ Ζάλε θεώρησε ότι το Κεντρικό Σλέσβιχ έπρεπε να παραμείνει υπό γερμανικό έλεγχο.[3]
Πολλοί Δανοί εθνικιστές θεώρησαν ότι τουλάχιστον η πόλη τουΦλένσμπουργκ, στο Κεντρικό Σλέσβιχ, έπρεπε να επιστραφεί στη Δανία ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, λόγω της σημαντικής δανικής μειονότητας εκεί. Ο Χριστιανός Ι΄ συμφώνησε με αυτές τις απόψεις και διέταξε τον πρωθυπουργό Ζάλε να συμπεριλάβει το Φλένσμπουργκ στη διαδικασία επανένωσης. Καθώς η Δανία ήταν κοινοβουλευτική δημοκρατία από το 1901, ο Ζάλε διαφωνώντας μετον βασιλιά θεώρησε ότι δεν είχε καμία υποχρέωση να συμμορφωθεί στην εντολή. Μετά από έντονη αντιπαράθεση μαζί του, ο πρωθυπουργός θα αναγκαστεί να παραιτηθεί μερικές ημέρες αργότερα.[3]
Στη συνέχεια ο Χριστιανός Ι΄ απέλυσε καιτο υπόλοιπο υπουργικό Συμβούλιο καιτο αντικατέστησε μεμια συντηρητική υπηρεσιακή κυβέρνηση. Η απόλυση του υπουργικού Συμβουλίου προκάλεσε έντονες διαδηλώσεις και σχεδόν επαναστατική ατμόσφαιρα στη Δανία, ενώ για αρκετές ημέρες το μέλλον της μοναρχίας ήταν αμφίβολο. Υπό το πρίσμα αυτό, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του βασιλιά και μελών των Σοσιαλιστών Δημοκρατών. Έπειτα, απέλυσε την κυβέρνησή τουκαι εγκατέστησε ένα συμβιβαστικό υπουργικό Συμβούλιο, μέχρις ότου να πραγματοποιηθούν εκλογές μέσα στο έτος.[3]
Αυτή ήταν η τελευταία φορά, που ένας εν ενεργεία Δανός μονάρχης προσπαθούσε να αναμιχθεί μετην πολιτική, χωρίς να έχει την πλήρη υποστήριξη του κοινοβουλίου. Μετά την κρίση ο Χριστιανός Ι΄ δέχθηκε δραστική μείωση του ρόλου του ως αρχηγού του κράτους.[3]
Στις 4 π.μ. της 9ης Απριλίου 1940 ηΝαζιστική Γερμανίαεισέβαλε στη Δανία, κατατροπώνοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις της.[5] Χωρίς να έχει δυνατότητα άμυνας και όντας αντιμέτωπος με πιθανό βομβαρδισμό της Κοπεγχάγης, ο Χριστιανός Ι΄ καιη κυβέρνηση της χώρας συνθηκολόγησαν στις 6 μ.μ. της ίδιας μέρας.[6] Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, η οποία κράτησε ως τις 5 Μαΐου 1945, η Δανία διατήρησε την πολιτική της ανεξαρτησία σε θέματα του εσωτερικού.[7]
Μέχρι την επιβολή του στρατιωτικού νόμου από τη Γερμανία τον Αύγουστο του 1943, οι επίσημες ομιλίες του Χριστιανού Ι΄ αντανακλούσαν την επίσημη κυβερνητική πολιτική της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. Κατά τα δύο πρώτα χρόνια της κατοχής, παρά την επισφαλή κατάσταση, έκανε μια καθημερινή βόλτα μετο άλογό τουστην Κοπεγχάγη, χωρίς να συνοδεύεται από φρουρούς. Αυτό το έκανε γιανα αποδείξει, ότι δεν είχε εγκαταλείψει τα κυριαρχικά του δικαιώματα καιγιανα εμψυχώσει τον λαό της Δανίας.[2]
Το 1942 οΑδόλφος Χίτλερ έστειλε στον Χριστιανό Ι΄ ένα τηλεγράφημα, συγχαίροντάς τονγιατα 72α γενέθλιά του· ο Χριστιανός Ι΄ απάντησε μετη σύντομη φράση: Spreche Meinen besten Dank aus. Chr. Rex (Σας δίνω τις καλύτερες ευχαριστίες μου. Χριστιανός Βασιλιάς). Η σύντομη αυτή απάντηση εξόργισε τον Χίτλερ, ο οποίος ανακάλεσε τον πρεσβευτή του από την Κοπεγχάγη και απέλασε τον πρεσβευτή της Δανίας από τη Γερμανία. Η γερμανική πίεση, έπειτα, είχε ως αποτέλεσμα την απόλυση της κυβέρνησης του Βίλχελμ Μπουλκαιτην αντικατάστασή της με ένα νέο υπουργικό συμβούλιο υπό την ηγεσία του Έρικ Σκαβένιους, τον οποίο οι Γερμανοί ανέμεναν ως περισσότερο συνεργάσιμο.[3]
Μετά την πτώση του από άλογο στις 19 Οκτωβρίου 1942, είχε καταστεί μη ικανός γιατον θρόνο. Τον Αύγουστο του 1943, ομιλία του εναντίον των κατοχικών δυνάμεων, τον οδήγησε σε φυλάκιση, η οποία διήρκεσε ως το τέλος του πολέμου.[2][8][9]