ΗC-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP) είναι πρωτεΐνητουαίματος, τα επίπεδα της οποίας αυξάνονται γρήγορα σε απόκριση φλεγμονής. Γιατον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως πρωτεΐνη οξείας φάσης, όρος που χαρακτηρίζει εκείνες τις πρωτεΐνες πουη συγκέντρωση τους αυξάνει κατά τουλάχιστον 25% κατά την διάρκεια της φλεγμονής. Ο ρόλος της είναι να συνδέεται μετηνφωσφοχολίνη, μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στην επιφάνεια νεκρών κυττάρων καιβακτηρίων. Η σύνδεση αυτή προκαλεί την ενεργοποίηση τουσυστήματος συμπληρώματος μέσω του συμπλόκου C1q.[1]Η CRP συντίθεται από τοήπαρ[2] ως απάντηση σε παράγοντες που απελευθερώνονται από ταμακροφάγακαιταλιποκύτταρα.[3] Είναι μέλος της οικογένειας των πετραξίνων πρωτεϊνών. Δεν έχει σχέση μετοC-πεπτίδιο ή τηνπρωτεΐνη C.
Η πρωτεΐνη CRP ανακαλύφθηκε το 1930 από τους Γουίλιαμ Σ. Τίλετ και Τόμας Φράνσις[4]οι οποίοι πρώτοι την προσδιόρισαν στον ορό ασθενών που έπασχαν από πνευμονοκοκκική πνευμονία, όπου η CRP ήταν συνδεδεμένη μετον C-πολυσακχαρίτη του κυτταρικού τοιχώματος τουπνευμονιοκόκκου.[5][6] Αρχικά θεωρούταν ότι ήταν παθολογική έκκριση μιας σειράς ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου καιτου καρκίνου, όμως η ανακάλυψη της παραγωγής της στο ήπαρ έδειξε ότι αποτελεί αυτόχθονη πρωτεΐνη.[7][8][9]
Το γονίδιο της CRP βρίσκεται στο πρώτο χρωμόσωμα (1q23.2[10]). Η CRP είναι μια πρωτεΐνη 224 αμινοξέων[11]με μοριακό βάρος 25.106 Da. Το σχήμα της πρωτεΐνης είναι ένας δακτυλιοειδής πενταμερής δίσκος και είναι μέλος της μικρής οικογένειας τωνπεντραξινών πρωτεϊνών.
Η απόκριση οξείας φάσεως εμφανίζεται σε ένα ευρύ φάσμα από οξείες και χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις όπως βακτηριακές, ιικές, μυκητιακές, ρευματικέςκαι άλλες φλεγμονώδεις ασθένειες, κακοήθεια καθώς και τραυματισμό ή νέκρωσητων ιστών.[12]Οι καταστάσεις αυτές προκαλούν την απελευθέρωση της ιντερλευκίνης-6 και άλλων κυτοκινώνπου ενεργοποιούν την σύνθεση της CRP καιτουινωδογόνου από το ήπαρ. Κατά την διάρκεια της οξείας φάσης, τα επίπεδα της CRP, αυξάνονται ταχέως εντός 2 ωρών από οξεία προσβολή φτάνοντας στη μέγιστη τιμή τους σε 48 ώρες. Μετην απόκρισης της οξείας φάσης η CRP μειώνεται σε ένα σχετικά σύντομο χρόνο ημιζωής 18 ωρών.[12]
Ο προσδιορισμός της CRP χρησιμεύει στη διάγνωση μολυσματικών και φλεγμονωδών καταστάσεων. Οι γρήγορες χαρακτηριστικές αυξήσεις της CRP συμβαίνουν μετά από φλεγμονή, μόλυνση, τραύμα, νέκρωση ιστού, κακοήθειεςκαιαυτοάνοσες διαταραχές. Λόγω του μεγάλου αριθμού των συνθηκών που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της CRP, η αύξηση της CRP δεν υποδεικνύει μια συγκεκριμένη ασθένεια. Π.χ. αυξάνει στηρευματοειδή αρθρίτιδα, στη ρευματική πολυμυαλγία ή στηγιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.
Ο ρόλος της CRP είναι να δεσμεύει τηφωσφοχολίνηπου εκφράζεται στην επιφάνεια των νεκρών κυττάρων καιτων βακτηρίων προκειμένου να ενεργοποιήσει το σύστημα συμπληρώματος καινα ενισχύει τηνφαγοκυττάρωση από τα μακροφάγα. Έτσι, η CRP συμμετέχει στην εκκαθάριση των νεκρωτικών καιαποπτωτικών κυττάρων. Η προσαύξηση αυτή οφείλεται σεμια αύξηση της IL-6 στο πλάσμα του αίματος, το οποίο παράγεται κυρίως από μακροφάγα,[2] αλλά και από λιποκύτταρα.[3]Στα μικρόβια η CRP συνδέεται μετη φωσφοχολίνη. Θεωρείται ότι βοηθάει στη σύνδεση του συμπληρώματος σε ξένα και κατεστραμμένα κύτταρα και ενισχύει την φαγοκυττάρωση από ταμακροφάγα, τα οποία εκφράζουν έναν υποδοχέα γιατην CRP.
Ο χρόνος ημιζωής της CRP είναι σταθερός, και επομένως το επίπεδό της καθορίζεται κυρίως από το ρυθμό παραγωγής της (καθώς και από τη δριμύτητα της αιτίας κατακρήμνισης).
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι ασθενείς με αυξημένα επίπεδα της CRP έχουν αυξημένες πιθανότητες να πάθουν διαβήτη,[14][15]υπέρτασηκαικαρδιαγγειακή νόσο. Μια μελέτη σε 700 νοσηλευτές έδειξε ότι όσοι βρίσκονται στο υψηλότερο τεταρτημόριο κατανάλωσης τωνtrans - λιπαρών οξέων είχαν αυξημένα επίπεδα CRP κατά 73% σε σχέση με εκείνα στο χαμηλότερο τεταρτημόριο.[16] Παρά το γεγονός ότι μια ομάδα ερευνητών έδειξε ότι η CRP είναι μικρής μόνο σημασίας παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο,[17] αυτή η μελέτη (γνωστή ως μελέτη του Ρέικιαβικ) βρέθηκε να έχει οργανωτικά προβλήματα σε σχέση μετο τύπο της ανάλυσης, τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού που μελετήθηκε, και ακολούθησε εξαιρετικά πολύ χρόνος, ο οποίος μπορεί να είχε μειώσει την σύνδεση μεταξύ της CRP καιτων μελλοντικών εκβάσεων.[18] Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η CRP μπορεί να επιδεινώσει την ισχαιμική νέκρωση ότι η αναστολή της CRP μπορεί να είναι μια ασφαλής και αποτελεσματική θεραπεία για έμφραγμα και εγκεφαλικά εμφράγματα, ανκαι μέχρι στιγμής, αυτό έχει αποδειχθεί μόνο σε ζωικά μοντέλα.[19]
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι τα υψηλά επίπεδα CRP μπορεί να οφείλονται στις στατίνες. Αυτό βασίζεται στη μελέτη JUPITER, που διαπίστωσε ότι τα αυξημένα επίπεδα CRP δεν επωφελούνται από υπερλιπιδαιμία.[2][20]Οι στατίνες επιλέχθηκαν επειδή έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν τα επίπεδα της CRP.[21][22]Μια μεταγενέστερη έρευνα, ωστόσο δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η CRP ήταν χρήσιμη γιατον προσδιορισμό του οφέλους της στατίνης.[23]
Σεμια ανάλυση 20 μελετών στις οποίες συμμετείχαν 1.466 ασθενείς με στεφανιαία νόσο, τα επίπεδα της CRP βρέθηκαν να μειώνονται μετά τις παρεμβάσεις της άσκησης. Μεταξύ αυτών των μελετών, υψηλότερες συγκεντρώσεις CRP ή μειωμένα λιπιδικά προφίλ πριν από την άσκηση αρχή συσχετίστηκαν με μεγαλύτερη μείωση της CRP.[24]
Η αρτηριακή καταστροφή είναι αποτέλεσμα της εισβολής των λευκών αιμοσφαιρίων και της φλεγμονής εντός του τοιχώματος. Η CRP είναι ένας γενικός δείκτης για φλεγμονή και μόλυνση, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα πολύ ισχυρό μέσο μεσολάβησης γιατον κίνδυνο καρδιακής νόσου. Επειδή πολλά πράγματα μπορούν να προκαλέσουν αυξημένη CRP, η CRP δεν είναι πολύ συγκεκριμένος προγνωστικός δείκτης.[25][26] Ωστόσο, ένα επίπεδο πάνω από 2,4 mg/L έχει συσχετισθεί με ένα διπλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου σε σύγκριση μετα επίπεδα κάτω από 1 mg/L, όπου οι ασθενείς είχαν διαγνωστεί με ασταθή στηθάγχη. Ωστόσο, αντα αυξημένα επίπεδα CRP έχουν κάποια προγνωστική αξία γιατα οξέα στεφανιαία επεισόδια στο γενικό πληθυσμό όλων των ηλικιών παραμένει ασαφής.[27]
Ο ρόλος της φλεγμονής στον καρκίνο δεν είναι ευρέως γνωστός. Μερικά όργανα του σώματος δείχνουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου όταν είναι σε χρόνια φλεγμονή.[28]Σε δείγματα αίματος ατόμων μεκαρκίνο του παχέος εντέρου βρέθηκε ότι η μέση συγκέντρωση CRP ήταν γύρω στο 2,69 mg/l. Τα άτομα πουδεν έπασχαν από καρκίνο του παχέος εντέρου είχαν μέσο όρο συγκέντρωσης 1,97 mg/l. Η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες που δείχνουν ότι τααντι-φλεγμονώδη φάρμακα θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η CRP χρησιμοποιείται κυρίως ως ένας δείκτης φλεγμονής. Εκτός από τηνηπατική ανεπάρκεια υπάρχουν λίγοι άλλοι γνωστοί παράγοντες που παρεμβαίνουν στην παραγωγή της CRP.[2]Η ιντερφερόνη Α αναστέλει την παραγωγή crp στα ηπατοκύτταρα, οπότε εξηγεί τα σχετικά χαμηλά επίπεδα CRP κατά τη διάρκεια ιογενών λοιμώξεων σε σχέση με τις βακτηριακές λοιμώξεις.[29]
Μέτρηση και χαρτογράφηση των τιμών CRP μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες στον προσδιορισμό της προόδου της νόσου ή της αποτελεσματικότητας των θεραπειών. Γιατην ανίχνευση της CRP στο αίμα χρησιμοποιείται σωληνάριο χωρίς αντιπηκτικό και αναλύεται σε ένα κλινικό εργαστήριο. Διάφορες αναλυτικές μέθοδοι είναι διαθέσιμες γιατον προσδιορισμό CRP, όπως ELISA, ταχεία ανοσοδιάχυσηκαιοπτική συγκόλληση.
Στο εμπόριο κυκλοφορεί μία δοκιμασία υψηλής ευαισθησίας γνωστή και ως hs-CRP που μετρά τα επίπεδα της CRP μετη χρήση νεφελομέτρου. Η δοκιμή δίνει αποτελέσματα σε 25 λεπτά μεμια ευαισθησία έως 0,04 mg/L.
Η φυσιολογική τιμή της συγκέντρωσης σε ορό αίματος υγιούς ατόμου είναι συνήθως χαμηλότερη από 10 mg/L, με ελαφρά αύξηση της γήρανσης. Τα υψηλότερα επίπεδα που βρέθηκαν ήταν σε γυναίκες σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, σε ήπια φλεγμονή καισε ιογενείς λοιμώξεις (10 - 40 mg/L), σε ενεργή φλεγμονή, σε βακτηριακή λοίμωξη (40 - 200 mg/L), σε σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις καισεεγκαύματα (> 200 mg/L).[30]
Η CRP είναι πιο ευαίσθητη και ακριβής αντανάκλαση της απόκρισης της οξείας φάσης από τηνταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ).[31]Ο χρόνος ημιζωής της CRP είναι σταθερός. Συνεπώς, τα επίπεδα της CRP προσδιορίζονται κυρίως από το ρυθμό παραγωγής. Τις πρώτες 24 ώρες, ηΤΚΕ μπορεί να είναι φυσιολογική καιη CRP αυξημένη. Η CRP επιστρέφει πιο γρήγορα εντός των φυσιολογικών ορίων από τηνΤΚΕ ως απόκριση στην θεραπεία.[12] Παρόμοια διαγνωστική αξία μετην CRP έχει καιτοαμυλοειδές Απου αποτελεί και αυτός δείκτη που ανταποκρίνεται γρήγορα σε παρόμοιες περιπτώσεις.
↑«The physiological structure of human C-reactive protein and its complex with phosphocholine». Structure7 (2): 169–77. February 1999. doi:10.1016/S0969-2126(99)80023-9. PMID10368284.
↑ 3,03,1«Adipokines: molecular links between obesity and atheroslcerosis». American Journal of Physiology. Heart and Circulatory Physiology288 (5): H2031–41. May 2005. doi:10.1152/ajpheart.01058.2004. PMID15653761.
↑Levine M (2011). «Chapter 13: Chronic Periodontitis». Topics in Dental Biochemistry. Berlin, Heidelberg: Springer. ISBN978-3-540-88115-5. C-reactive protein (CRP) was originally identified as binding to the phosphocholine attachment site of capsular polysaccharide (C-polysaccharide) from Streptococcus pneumoniae.
↑«C-reactive protein, interleukin 6, and risk of developing type 2 diabetes mellitus». JAMA286 (3): 327–34. July 2001. doi:10.1001/jama.286.3.327. PMID11466099.
↑«C-reactive protein and other circulating markers of inflammation in the prediction of coronary heart disease». The New England Journal of Medicine350 (14): 1387–97. April 2004. doi:10.1056/NEJMoa032804. PMID15070788.
↑«Rosuvastatin to prevent vascular events in men and women with elevated C-reactive protein». The New England Journal of Medicine359 (21): 2195–207. November 2008. doi:10.1056/NEJMoa0807646. PMID18997196.
↑«Effect of hydroxymethyl glutaryl coenzyme a reductase inhibitor therapy on high sensitive C-reactive protein levels». Circulation103 (15): 1933–5. April 2001. doi:10.1161/01.CIR.103.15.1933. PMID11306519.
↑«Interferon-alpha mediates suppression of C-reactive protein: explanation for muted C-reactive protein response in lupus flares?». Arthritis and Rheumatism60 (12): 3755–60. December 2009. doi:10.1002/art.25042. PMID19950271.