RPG
Εμφάνιση
- Οπλισμός
- RPG - Διαδεδομένος όρος της αγγλικής γλώσσας
π ο υ σημαίνει αντιαρματικό ρουκετοβόλο (Rocket-propelled grenade, κατά λέξη αυτοπροωθούμενη βομβίδα). - Αντιαρματικά ρουκετοβόλα σοβιετικής/ρωσικής προέλευσης:
- Media
κ α ι ψυχαγωγία
- Role-playing game - διαδεδομένος όρος της αγγλικής γλώσσας
π ο υ σημαίνει παιχνίδι ρόλων. Αντίστοιχα παιχνίδιαγ ι α ηλεκτρονικούς υπολογιστές φέρουν συχνά αυτότ ο ν όρο. - RPG (ταινία) - ταινία επιστημονικής φαντασίας (2013).
- Επιχειρήσεις/οργανισμοί
- RPG Group - ινδικός όμιλος επιχειρήσεων.
- RPG Life Sciences - ινδική φαρμακευτική εταιρεία.
- Πληροφορική
- IBM RPG - γλώσσα προγραμματισμού
π ο υ ανέπτυξεη IBM.
Αυτή είναι Εάν ακολουθήσατε |