ομότροπος
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ομότροπος < αρχαία ελληνική ὁμότροπος
Επίθετο
[επεξεργασία]ομότροπος, -
- (βοτανική)
π ο υ εμφανίζειτ ο ν ίδιο τροπισμόμ ε άλλον - (μαθηματικά)
π ο υ αφορά δύο περιοχές ενός πεδίουπ ο υ , χωρίςν α χρειαστείν α βγούμεα π ’ αυτό, μπορούμεν α μεταβούμεμ ε κάποιους μετασχηματισμούς απότ η μίασ τ η ν άλλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ομότροπος
|