βοσνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん βοσνιακός ηいーた βοσνιακή τたうοおみくろん βοσνιακό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん βοσνιακού της βοσνιακής τたうοおみくろんυうぷしろん βοσνιακού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー βοσνιακό τたうηいーた βοσνιακή τたうοおみくろん βοσνιακό
     κλητική βοσνιακέ βοσνιακή βοσνιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた βοσνιακοί οおみくろんιいおた βοσνιακές τたうαあるふぁ βοσνιακά
      γενική τたうωおめがνにゅー βοσνιακών τたうωおめがνにゅー βοσνιακών τたうωおめがνにゅー βοσνιακών
    αιτιατική τους βοσνιακούς τις βοσνιακές τたうαあるふぁ βοσνιακά
     κλητική βοσνιακοί βοσνιακές βοσνιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βοσνιακός < Βοσνί(αあるふぁ) + -ακός [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /voz.ni.aˈkos/ & /vo.sni.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βべーたοおみくろんσしぐまνにゅーιいおたαあるふぁ‐κός

Επίθετο

[επεξεργασία]

βοσνιακός, -ή, -ό

  • σχετικός μみゅーεいぷしろん τたうηいーた Βοσνία κかっぱαあるふぁιいおた τους Βοσνίους

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη Βοσνία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βοσνιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας