θέμα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | θέμα | θέμα | ||
γενική | θέμα |
θεμά | ||
αιτιατική | θέμα | θέμα | ||
κλητική | θέμα | θέμα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θέμα (→ δείτε
κ α ι τ ο αρχαίο τίθημι
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈθ e.ma/- τυπογραφικός συλλαβισμός : θέ‐
μ α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέμα ουδέτερο
τ ο αντικείμενο συζήτησης- ↪
Τ ο θέμα σήμερα είναιη μετάφραση.
- ↪
τ ο αντικείμενο διαφωνίας ή αντιπαράθεσης- ↪
Τ ο θέμα μας είναια ν θ α πάμε βόλτα ήα ν θ α μείνομε σπίτι.
- ↪
τ ο αντικείμενο της δικαστικής έρευναςκ α ι της νομικής απόδειξης- ↪
Ο εισαγγελέας τόνισε ότιτ ο θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό.
- ↪
τ ο ζητούμενοη κεντρική ιδέαο τίτλος μιας επιστημονικής εργασίας,ο οποίος σχετίζεταιμ ε τ ο αντικείμενο πραγμάτευσης- ↪ Έχεις
β ρ ε ι θέμαγ ι α τ η διατριβήσ ο υ ;
- ↪ Έχεις
τ ο κεντρικό ζήτημασ τ η ν πλοκή ενός λογοτεχνικού κειμένου, ενός κινηματογραφικού ή θεατρικού έργου- ↪
Π ο ι ο είναιτ ο θέματ ο βιβλίου;
- ↪
- αυτό
π ο υ αναπαριστάο καλλιτέχνηςσ ε ένα έργοτ ο υ - ↪
τ ο θέματ ο υ πίνακα
- ↪
- (μουσική) εκείνη
η μελωδίαπ ο υ είναιη βάση ανάπτυξης ενός μουσικού έργου. Συνήθως ακούγεταισ τ η ν αρχήτ ο υ έργου.
- (προφορικό, ευφημισμός) ψυχολογικό πρόβλημα, εμμονή, φοβία
- ↪ Έχει ένα θέμα
μ ε τ η ν καθαριότητα.
- ↪ Έχει ένα θέμα
- (γλωσσολογία, γραμματική)
τ ο μέρος της λέξηςτ ο οποίο παράγεται απότ η ρίζα, παραμένει αφαιρώνταςτ η ν κατάληξηκ α ι δ ε μεταβάλλεται κατάτ η ν κλίση- ↪ Από
τ η ρίζαγ ρ α φ - βγαίνουντ α θέματαγ ρ α φ -, γραμ-, γραμματ-
- ↪ Από
- (ιστορία) διοικητική περιφέρεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά
τ ο ν 7ο κ α ι 8ο αιώνα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]δ ε ν τίθεται θέμα,δ ε ν υπάρχει θέμα- δημιουργώ θέμα (προκαλώ πρόβλημα)
- εκτός θέματος
- επί
τ ο υ θέματος - κάνω (κάτι) θέμα (δίνω μεγάλες διαστάσεις
σ ε κάτι) - πιάνω ένα θέμα ασχολούμαι
μ ε κάτι τ ο θέμα της ημέρας- γραμματική: αοριστικό θέμα, ενεστωτικό θέμα, συνοπτικό θέμα
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
θ ε μ - θεματ-
- αθέματος
- ανάθεμα, αναθεματίζω & συγγενικά
- αντίθεμα
- απόθεμα
- αποθεματικός
- αποθεμένος
- διπλόθεμος
- έκθεμα
- εναπόθεμα
- επίθεμα
- εσώθεμα
- θεματάκι
- θεματικά (επίρρημα)
- θεματική
- θεματικός
- θεματικώς (λόγιο επίρρημα)
- θεματογραφία
- θεματογραφικά (επίρρημα)
- θεματογραφικός
- θεματογραφώ
- θεματοδότης
- θεματοθέτης, θεματοθέτρια
- θεματολογία
- θεματολογικά (επίρρημα)
- θεματολογικός
- θεματολόγιο
- θεματοφύλακας
- θέμελιος & συγγενικά
- μονόθεμος
- ομόθεμος
- παναθεματίζω & συγγενικά
- παράθεμα
- πρόθεμα
- προθεματικός
- πρόσθεμα
- σύνθεμα
- υπεραπόθεμα
- υπερθεματίζω
- υπερθεμάτιση
- υπερθεματισμός
- υπερθεματιστής, υπερθεματίστρια
- υπόθεμα
→
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θέμα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- θέμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - θέμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | θέμᾰ | θέμᾰ | ||||||
γενική | θέμᾰ |
|||||||
δοτική | θέμᾰ |
θέμᾰ | ||||||
αιτιατική | θέμᾰ | θέμᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | θέμᾰ | θέμᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
θέμᾰ | ||||||||
3 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θέμα (ελληνιστική κοινή) < θέμα
θ ε - όπωςσ τ η ν αρχαία ελληνική τίθημι (απαντάσ ε τύπους όπωςσ τ ο ν πληθυντικό τίθ ε μ ε ν + -μ α Δείτε ομόρριζασ τ ο τίθημι.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θέμα ουδέτερο
Απόγονοι
[επεξεργασία]θέμα (ελληνιστική κοινή)
- → μεσαιωνικά ελληνικά: θέμα (διοικητική περιφέρεια)
- ↴ νέα ελληνικά: θέμα
- ↷ γεωργιανά: თემი (temi)
- ↴ νέα ελληνικά: θέμα
- ↷ γεωργιανά: თემა (tema)
- ↷ υστερολατινικά: thema
Πηγές
[επεξεργασία]- θέμα - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - θέμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'κύμα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ευφημισμοί (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
μ ε αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή) - Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'κ τ ῆμ α ' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'βλέμμα' (ελληνιστική κοινή) - Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή) - Παραγωγή λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή) - Λέξεις
μ ε επίθημα -μ α (ελληνιστική κοινή) - Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)