καταλύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλύω, σしぐまτたうηいーた θρησκευτική σημασία: < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταλύω < αρχαία ελληνική καταλύω < κかっぱαあるふぁτたうαあるふぁ- + λύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ka.taˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κかっぱαあるふぁτたうαあるふぁ‐λύ‐ωおめが

καταλύω, αόρ.: κατέλυσα, πぱいαあるふぁθしーた.φωνή: καταλύομαι, πぱい.αόρ.: καταλύθηκα, μみゅーτたうχかい.πぱい.πぱい.: καταλυμένος

  1. διαλύω, καταστρέφω, παραλύω, καταργώ
  2. (θρησκεία) σταματάω τたうηいーた νηστεία τρώγοντας τροφές αρτυμένες
    άλλες μορφές: καταλώ, κατελώ
  3. (θρησκεία) κοινωνώ τたうηいーたνにゅー υπόλοιπη Θεία Κοινωνία πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει απομείνει σしぐまτたうοおみくろん δισκοπότηρο (γがんまιいおたαあるふぁ ιερέα)
  4. (μόνο σしぐまτたうηいーたνにゅー ενεργητική φωνή)
    1. [2](λόγιο) διαμένω σしぐまεいぷしろん κατάλυμα, σしぐまεいぷしろん χώρο προσωρινής διαμονής
    2. [2] (χημεία) δでるたρろーωおめが σしぐまαあるふぁνにゅー / ως καταλύτης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καταλύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Χωρίς παθητική φωνή.




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταλύω < κかっぱαあるふぁτたうαあるふぁ- + λύω

καταλύω

  1. καταρρίπτω, καταστρέφω
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ πολιτικά συστήματα), διαλύω, καταργώ, καταστέλλω, ανατρέπω
  3. διαλύω, καταργώ πολιτικό ή στρατιωτικό σώμα
    5ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 72.1
    τたうαあるふぁτたうαあるふぁ δでるたὲ ποιήσας δεύτερα τたうνにゅー βべーたοおみくろんυうぷしろんλらむだνにゅー καταλύειν ἐπειρᾶτたうοおみくろん, τριηκοσίοισι δでるたτたうοおみくろんσしぐまιいおた Ἰσαγόρεω στασιώτῃσしぐまιいおた τたうὰς ἀρろーχかいὰς ἐνεχείριζε.
    Δεύτερη ενέργειά τたうοおみくろんυうぷしろん ύστερ᾽ αあるふぁπぱい᾽ αυτή τたうηいーたνにゅー πράξη τたうοおみくろんυうぷしろん: νにゅーαあるふぁ καταργήσει τたうηいーた βουλή κかっぱαあるふぁιいおた νにゅーαあるふぁ δώσει όλα τたう᾽ αξιώματα σしぐまτたうαあるふぁ χέρια τριακοσίων οπαδών τたうοおみくろんυうぷしろん Ισαγόρα.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  4. παραμελώ τたうηいーた φύλαξη, αμελώ τたうηいーた φρούρηση
    ※  5ος/4ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας Ἀριστοφάνης, Σしぐまφふぁいῆκες, στίχ. 2
    φυλακὴνにゅー καταλύειν νυκτερινὴνにゅー διδάσκομαι.
    Μαθαίνω πώς χαλά ηいーた φρουρά της νύχτας.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  5. τελειώνω, φέρνω εις πέρας
  6. κατεβάζω κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん κρέμεται από τたうοおみくろんνにゅー τοίχο
  7. λύνω από τたうοおみくろんνにゅー ζυγό, ξεζεύω
    ※  8ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δでるた. Τたうὰ ἐνにゅー Λακεδαίμονι.), στίχ. 28
    λらむだλらむだεいぷしろんπぱい᾽, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
    Κかっぱαあるふぁιいおた τώρα πες μみゅーοおみくろんυうぷしろん, νにゅーαあるふぁ τους ξεπεζέψουμε τたうαあるふぁ γρήγορα άλογα,
    Μετάφραση σしぐまεいぷしろん πεζό (2006): Δημήτρης Νにゅー. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  8. μένω, διαμένω
    ※  6ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας [μεσαιωνικά χかいφふぁいφふぁい] Αίσωπος, Αあるふぁἰσώπου μみゅーθしーたοおみくろんιいおた, Κλέπτης κかっぱαあるふぁὶ πανδοχεύς, 301.1
    κλέπτης κατέλυσεννにゅー τたうιいおたνにゅーιいおた πανδοχείῳ.
    Μみゅーιいおたαあるふぁ φορά ένας κλέφτης κατέλυσε σしぐまεいぷしろん κάποιο πανδοχείο.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μみゅー., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr Απόσπασμα από τたうοおみくろん μύθο: Οおみくろん κλέφτης κかっぱαあるふぁιいおた οおみくろん πανδοχέας.
  9. (σしぐまτたうηいーた μέση φωνή καταλύομαι) πεθαίνω
    ※  5ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας Εいぷしろんὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 146
    φふぁいεいぷしろんφふぁいεいぷしろんῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
    Αλίμονο! Αλίμονο! Ας γινόταν νにゅーαあるふぁ βべーたρろーωおめが τたうηいーた γαλήνη σしぐまτたうοおみくろんνにゅー θάνατο
    Μετάφραση (2012): Θしーた. Κかっぱ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  10. (γがんまιいおたαあるふぁ πόλεμο) παύω, σταματώ
    ※  5ος πぱいκかっぱεいぷしろん αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 47.3
    καταλύειν δでるたμみゅーὴ ἐξくしーεいぷしろんνにゅーαあるふぁιいおた τたうνにゅー πόλεμον πぱいρろーὸς ταύτην τたうνにゅー πόλιν μηδεμιᾷ τたうνにゅー πόλεων, ἢνにゅー μみゅーὴ ἁπάσαις δでるたοおみくろんκかっぱῇ.
    Κανένας από τους συμμάχους δでるたεいぷしろんνにゅー θしーたαあるふぁ κάνει ειρήνη μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー εχθρό αυτόν, χωρίς τたうηいーたνにゅー συμφωνία τたうωおめがνにゅー άλλων συμμάχων.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σしぐま. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  11. (γがんまιいおたαあるふぁ ειρήνη) παραβιάζω, καταπατώ
  12. (σしぐまτたうηいーた μέση φωνή) συνάπτω ειρήνη
  13. (σしぐまτたうηいーたνにゅー παθητική φωνή) καταβιβάζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη λύω

Αναφορές

[επεξεργασία]