κολιέ
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κολιέ | κολιέ | ||
γενική | κολιέ | κολιέ | ||
αιτιατική | κολιέ | κολιέ | ||
κλητική | κολιέ | κολιέ | ||
ΑΚΛΙΤΟ Δείτε | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολιέ < απροσάρμοστo άμεσο δάνειο από
τ η γαλλική collier < λατινική collum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kwol-o- (λαιμός)
Προφορά
[επεξεργασία]![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/8f/Necklace_%28PSF%29.png/220px-Necklace_%28PSF%29.png)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολιέ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κολιές (λαϊκότροπο αρσενικό κλιτό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α λατινικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (γαλλικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)