ομοφυλόφιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

ομοφυλόφιλος < ομοφυλοφιλ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < ομόφυλος + -φιλία > -φιλος

Προφορά

ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /o.mo.fiˈlo.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οおみくろんμみゅーοおみくろんφふぁいυうぷしろん‐λό‐φふぁいιいおた‐λος

Επίθετο

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ομοφυλόφιλος ηいーた ομοφυλόφιληいーた τたうοおみくろん ομοφυλόφιλοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ομοφυλόφιλοおみくろんυうぷしろん της ομοφυλόφιλης τたうοおみくろんυうぷしろん ομοφυλόφιλοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ομοφυλόφιλοおみくろん τたうηいーたνにゅー ομοφυλόφιληいーた τたうοおみくろん ομοφυλόφιλοおみくろん
     κλητική ομοφυλόφιλεいぷしろん ομοφυλόφιληいーた ομοφυλόφιλοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ομοφυλόφιλοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた ομοφυλόφιλες τたうαあるふぁ ομοφυλόφιλαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー ομοφυλόφιλωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ομοφυλόφιλωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ομοφυλόφιλωおめがνにゅー
    αιτιατική τους ομοφυλόφιλους τις ομοφυλόφιλες τたうαあるふぁ ομοφυλόφιλαあるふぁ
     κλητική ομοφυλόφιλοおみくろんιいおた ομοφυλόφιλες ομοφυλόφιλαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ομοφυλόφιλος, -ηいーた, -οおみくろん

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん αισθάνεται ρομαντική ή/κかっぱαあるふぁιいおた σεξουαλική έλξη προς άτομα τたうοおみくろんυうぷしろん ίδιου φύλου
    ένας ομοφυλόφιλος άνδρας
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん αναφέρεται σしぐまτたうηいーたνにゅー ρομαντική ή/κかっぱαあるふぁιいおた σεξουλική έλξη προς άτομα τたうοおみくろんυうぷしろん ίδιου φύλου
    ηいーた ομοφυλόφιλη επιθυμία

Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん ομοφυλόφιλος οおみくろんιいおた ομοφυλόφιλοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ομοφυλόφιλοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー ομοφυλόφιλωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ομοφυλόφιλοおみくろん τους ομοφυλόφιλους
     κλητική ομοφυλόφιλεいぷしろん ομοφυλόφιλοおみくろんιいおた
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ομοφυλόφιλος αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

προσβλητικά:

Μεταφράσεις