σαθρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーός ηいーた σしぐまαあるふぁθしーたρろーή τたうοおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーό
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーού της σしぐまαあるふぁθしーたρろーής τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーού
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーό τたうηいーた σしぐまαあるふぁθしーたρろーή τたうοおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーό
     κλητική σしぐまαあるふぁθしーたρろーέ σしぐまαあるふぁθしーたρろーή σしぐまαあるふぁθしーたρろーό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた σしぐまαあるふぁθしーたρろーοί οおみくろんιいおた σしぐまαあるふぁθしーたρろーές τたうαあるふぁ σしぐまαあるふぁθしーたρろーά
      γενική τたうωおめがνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーών τたうωおめがνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーών τたうωおめがνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーών
    αιτιατική τους σしぐまαあるふぁθしーたρろーούς τις σしぐまαあるふぁθしーたρろーές τたうαあるふぁ σしぐまαあるふぁθしーたρろーά
     κλητική σしぐまαあるふぁθしーたρろーοί σしぐまαあるふぁθしーたρろーές σしぐまαあるふぁθしーたρろーά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαθρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαθρός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /saˈθしーたɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σしぐまαあるふぁ‐θρός

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαθρός, -ή, -ό

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει διαβρωθεί κかっぱαあるふぁιいおた φθαρεί τόσο ώστε νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーたνにゅー είναι πぱいιいおたαあるふぁ στέρεος
  2. (μεταφορικά, γがんまιいおたαあるふぁ λόγους, ιδέες) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー έχουν στέρεα βάση κかっぱαあるふぁιいおた υπάρχει μεγάλη πιθανότητα νにゅーαあるふぁ απορριφθούν

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σαθρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σしぐまαあるふぁθしーたρろーός σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾱ́ τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーόν
      γενική τたうοおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろん τたうῆς σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾶς τたうοおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろん
      δοτική τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろー τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろー τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろー
    αιτιατική τたうνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーόν τたうνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾱ́νにゅー τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーόν
     κλητική ! σしぐまαあるふぁθしーたρろーέ σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾱ́ σしぐまαあるふぁθしーたρろーόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん σしぐまαあるふぁθしーたρろーοί αあるふぁ σしぐまαあるふぁθしーたρろーαί τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾰ́
      γενική τたうνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーνにゅー τたうνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーνにゅー τたうνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーνにゅー
      δοτική τたうοおみくろんῖς σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろんῖς τたうαあるふぁῖς σしぐまαあるふぁθしーたρろーαあるふぁῖς τたうοおみくろんῖς σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろんῖς
    αιτιατική τたうοおみくろんὺς σしぐまαあるふぁθしーたρろーούς τたうὰς σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾱ́ς τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾰ́
     κλητική ! σしぐまαあるふぁθしーたρろーοί σしぐまαあるふぁθしーたρろーαί σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾰ́
    δυϊκός  
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーώ τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーᾱ́ τたう σしぐまαあるふぁθしーたρろーώ
      γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーαあるふぁνにゅー τたうοおみくろんνにゅー σしぐまαあるふぁθしーたρろーοおみくろんνにゅー
2ηいーた&1ηいーた κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

σαθρός, ήδη σしぐまτたうοおみくろんνにゅー Πίνδαρο, 6ος/5ος αιώνας < άγνωστης ετυμολογίας + -θρός [1] Είχε συνδεθεί είτε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん σαπρός, είτε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん ψαθυρός • Ηいーた Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη μみゅーεいぷしろん τεκμηρίωση. Μπορείτε νにゅーαあるふぁ βοηθήσετε;  

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαθρός, -ά, -όν

  1. φθαρμένος, σαθρός
  2. (μεταφορικά) αβάσιμος

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.